Development of first language literacy skills in bilingual education

Περίληψη: Αμαλία Μπαλούρδη

Tuula Merisuo-Storm. Development of first language literacy skills in bilingual education. Paper presented at the European Conference on Educational Research, University of Hamburg, September 2003, pp. 17-20.[1]

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο πατώντας εδώ.

Η μελέτη με τίτλο «Ανάπτυξη δεξιοτήτων γραμματισμού στη μητρική γλώσσα και δίγλωσση εκπαίδευση» αφορά στη διερεύνηση των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων της δίγλωσσης διδασκαλίας (φιλανδικά/αγγλικά) στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων γραμματισμού των Φιλανδών μαθητών κατά τα δύο πρώτα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσης. Αφορμή για την έρευνα υπήρξε ο προβληματισμός που προέκυψε λόγω της ολοένα αυξανόμενης εισαγωγής της δίγλωσσης διδασκαλίας (bilingual teaching) στις φιλανδικές τάξεις, σύμφωνα με τον οποίο η ξένη γλώσσα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων γραμματισμού της μητρικής γλώσσας στα παιδιά.

Το μοντέλο δίγλωσσης εκπαίδευσης που εξετάζει η μελέτη είναι το λεγόμενο Content based language learning (CLIL), βασική αρχή του οποίου είναι η ενσωμάτωση της ξένης γλώσσας στη διδασκαλία άλλων μαθημάτων. Το CLIL, δηλαδή, δεν εστιάζει στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας αλλά στη χρήση της ως μέσο πρόσληψης πληροφοριών που αφορούν στο περιεχόμενο άλλων μαθημάτων, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και οι γλωσσικές δεξιότητες των μαθητών. Με αυτόν τον τρόπο η επανάληψη σε καθημερινή βάση φράσεων και εκφράσεων που σχετίζονται με τη σχολική ζωή αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο εκμάθησης νέων λέξεων και φράσεων, όπως ακριβώς γίνεται με τα παιγνίδια, τα τραγούδια, τις ιστορίες κλπ.

Δύο κεντρικά ερωτήματα που θέτει η συγκεκριμένη μελέτη είναι: πρώτον, εαν η δίγλωσση διδασκαλία επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του γραμματισμού στους μαθητές και δεύτερον, εαν το επίπεδο γραμματισμού που επιτυγχάνουν οι μαθητές αυτοί διαφέρει απο εκείνο των συνομήλικών τους που διδάσκονται αποκλειστικά στα φιλανδικά. Ένας παράγοντας που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τη διερεύνηση των παραπάνω ερωτημάτων είναι και η πιθανή επίδραση στην ανάπτυξη του γραμματισμού του επιπέδου της σχολικής ετοιμότητας (χαμηλό ή άριστο) απο το οποίο ξεκίνησαν το σχολείο οι μικροί μαθητές.

Την πειραματική ομάδα (experimental group) αποτέλεσαν τρεις τάξεις (συνολικά 78 μαθητές) σε τρια φιλανδικά σχολεία, στις οποίες το 20% περίπου της διδασκαλίας γινόταν στα αγγλικά. Αντίστοιχα, την ομάδα ελέγχου (control group) αποτέλεσαν τρεις τάξεις στα ίδια σχολεία (συνολικά 58 μαθητές), όπου η διδασκαλία γινόταν αποκλειστικά στα φιλανδικά. Η παρατήρηση της ανάπτυξης γραμματισμού και στις δυο ομάδες αφορά στο διάστημα απο την αρχή της πρώτης τάξης μέχρι το τέλος της δεύτερης τάξης του δημοτικού σχολείου. Για τους σκοπούς της έρευνας στην πρώτη τάξη χρησιμοποιήθηκαν δοκιμασίες, οι οποίες εξετάζουν την κατανόηση αριθμών, προτάσεων, της αντιστοίχησης φωνήματος-γραφήματος, την ικανότητα στη συνέχιση φράσεων, στην εύρεση συνωνύμων και ομοιοκατάληκτων λέξεων, και ακόμη την ακουστική και οπτική αντίληψη, τις μαθηματικές δεξιότητες και τη μνήμη. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης δοκιμασίες ανάγνωσης ώστε να μετρηθούν η ακρίβεια και η ταχύτητα της ανάγνωσης καθώς και η κατανόηση του γραπτού κειμένου. Στην δεύτερη τάξη εκτός απο δοκιμασίες που εξετάζουν συνώνυμα, αντίθετα και ομοιοκατάληκτες λέξεις καθώς και δοκιμασίες υπαγόρευσης που εξετάζουν την αντίληψη της αντιστοίχησης φωνήματος-γραφήματος κλπ. χρησιμοποιήθηκαν δοκιμασίες που εξετάζουν την ικανότητα των μαθητών να αναγνωρίζουν οπτικά και ακουστικά αγγλικές λέξεις και φράσεις.

Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν ότι στο τέλος της δεύτερης τάξης οι δεξιότητες γραμματισμού της πειραματικής ομάδας ήταν αισθητά καλύτερες απο εκείνες της ομάδας ελέγχου. Μάλιστα, οι μαθητές της πειραματικής ομάδας αποδείχτηκαν ιδιαίτερα προχωρημένοι στις δεξιότητες κατανόησης γραπτού λόγου. Ενδιαφέρον παρουσίασε επίσης η παρατήρηση ότι ο βαθμός σχολικής ετοιμότητας των μαθητών που ξεκινούν το σχολείο, παρότι το επίπεδο εκκίνησης στις δύο ομάδες ήταν διαφορετικό δεδομένου ότι οι μαθητές των δίγλωσσων τάξεων παρουσίαζαν υψηλότερο επίπεδο σχολικής ετοιμότητας, δεν επηρέασε τα παραπάνω αποτελέσματα. Αντίθετα, η ανάπτυξη δεξιοτήτων γραμματισμού αποδείχτηκε τόσο ικανοποιητική στους μαθητές των τάξεων που εφαρμόστηκε η δίγλωσση διδασκαλία όσο και στους μαθητές που διδάχτηκαν αποκλειστικά στα φιλανδικά. Η έρευνα επομένως καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η δίγλωσση εκπαίδευση (CLIL) όχι μόνο δεν έχει αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων γραμματισμού των μαθητών στη μητρική τους γλώσσα, αλλά εφόσον τα παιδιά έχουν την ικανότητα να ξεχωρίζουν τις δύο γλώσσες, τα βοηθάει να αποκτήσουν γλωσσική επίγνωση και συνεπώς να δουν τη μητρική τους γλώσσα σαν ένα σύστημα επικοινωνίας και να τη συγκρίνουν με άλλες γλώσσες.