Γενικές διδακτικές οδηγίες

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΠΡΩΙΜΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

Για να είναι αποτελεσματικό ένα πρόγραμμα σπουδών, οι συνακόλουθες παιδαγωγικές πρακτικές και το εκπαιδευτικό υλικό, πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα χαρακτηριστικά της ομάδας των μαθητών για την οποία σχεδιάζεται το πρόγραμμα. Τα χαρακτηριστικά των παιδιών της πρώιμης παιδικής ηλικίας έχουν μελετηθεί σε σχέση και με την εκμάθηση της ξένης γλώσσας[1] και αναφέρονται εδώ οι προτάσεις ειδικών προσαρμοσμένες στη δική μας πραγματικότητα.
 

   

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ
 
Τα πολυτροπικά κείμενα παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα μικρά παιδιά, ιδιαίτερα όταν κινητοποιούν τη φαντασία τους και τους δημιουργούν κίνητρα για δράση (μίμηση, κίνηση, κ.τ.λ.). Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να αξιοποιήσουν ποιηματάκια με ομοιοκαταληξίες (rhymes), τραγούδια, παιγνίδια, αφηγήσεις ιστοριών και παραμυθιών, να κάνουν χρήση κατασκευών ή DVD με κινούμενα σχέδια και οτιδήποτε άλλο μπορεί να δημιουργήσει το πλαίσιο και την ανάγκη για να κατανοήσουν και παράγουν λόγο χρησιμοποιώντας την Αγγλική. Πιο κάτω εμφανίζονται δείγματα εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, κατά κατηγορία. 
 

 1. Τα παιδιά χρειάζονται σαφή μηνύματα για να καταλάβουν και να ανταποκριθούν

 
Τα μικρά παιδιά καταλαβαίνουν άμεσα ό,τι έχει σχέση με τις εμπειρίες και με τον κόσμο τους, που όμως είναι περιορισμένος. Αυτό σημαίνει ότι ο/η εκπαιδευτικός πρέπει να αξιολογεί τις δραστηριότητες που επιλέγει από την οπτική των μαθητών. Το πρώτο ερώτημα που θέτουμε είναι εάν τα παιδιά είναι εξοικειωμένα με το θέμα και το είδος της δραστηριότητας που επιλέγουμε ώστε να έχει νόημα η γλώσσα με την οποία λεξικοποιείται η πράξη.
 
 
2. Τα παιδιά χρειάζονται χώρο και χρόνο για να μάθουν τη γλώσσα
 
Ο βαθμός γνωσιακής εξέλιξης κάθε παιδιού εξαρτάται από την ηλικία, την ποσότητα και ποιότητα των γνώσεων και των κοινωνικών εμπειριών που έχει αποκτήσει. Αν δεν γνωρίζουμε τι ξέρουν τα παιδιά μας και τι μπορούν να κάνουν, δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε ή/και να διαλέξουμε τις κατάλληλες δραστηριότητες από άποψη δυσκολίας ή ευκολίας, με αποτέλεσμα να χάνουν τον ενθουσιασμό και το ενδιαφέρον τους –πράγμα καθόλου δύσκολο να γίνει αφού γενικότερα τα μικρά παιδιά συγκεντρώνονται με δυσκολία και αποθαρρύνονται εύκολα.
 
 
 

3. Τα παιδιά μαθαίνουν τη γλώσσα χρησιμοποιώντας την
 
Τα παιδιά πολύ μικρής ηλικίας δεν μαθαίνουν «με το μυαλό», όπως οι έφηβοι και οι ενήλικες που έχουν αναπτύξει την ικανότητα για αναλυτικές και συνθετικές γνωσιακές διεργασίες, για αφαιρετική και επαγωγική σκέψη. Μαθαίνουν μέσα από την πράξη και το παιχνίδι –χρησιμοποιώντας τη γλώσσα (και όχι μεταγλώσσα για να διδαχθούν κανόνες που τη διέπουν). Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα, τα παιδιά καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί όταν θέλουν να επικοινωνήσουν με ενήλικες, με συνομιλήκους τους, με φανταστικούς ήρωες, κ.τ.λ. Ο/Η εκπαιδευτικός της ξένης γλώσσας θα πρέπει να φροντίζει να δημιουργούνται συνθήκες για διάδραση και επικοινωνία. Δραστηριότητες όπως οι ρίμες και τα τραγούδια βοηθούν στην επικέντρωση στην προφορά των λέξεων, στη δομή και τον επιτονισμό των προτάσεων. Οι ιστορίες και τα παραμύθια είναι πλούσιες πηγές γλώσσας και νοημάτων οικείων στα παιδιά.
 
 
 
4. Δεν μαθαίνουν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο
 
Οι άνθρωποι, είτε παιδιά είναι είτε ενήλικες, έχουν διαφορετικές εμπειρίες, ικανότητες, δεξιότητες και ενδιαφέροντα, ενώ μερικοί κατανοούν κάτι καλύτερα βλέποντάς το, άλλοι ακούγοντας γι’ αυτό και άλλοι μόνο όταν το αισθανθούν/το αγγίξουν/ κάνουν κάτι με αυτό. Ορισμένες από τις δραστηριότητες που επιλέγουμε για την τάξη μας πρέπει να ταιριάζουν στους μαθητές μας, στις εμπειρίες, στις ικανότητες, στα ενδιαφέροντά τους, κ.τ.λ., ενώ άλλες θα μπορούσαν να δίνουν τη δυνατότητα σε διαφορετικά παιδιά να κάνουν διαφορετικά πράγματα στην τάξη.
 
 
5. Τα παιδιά μαθαίνουν ακούγοντας και παίζοντας με τη γλώσσα 
Για τα μικρά παιδιά, ο προφορικός λόγος αποτελεί «εργαλείο» για την επαφή τους με τη γλώσσα (μητρική ή ξένη). Τη γλώσσα την ακούνε, την επεξεργάζονται, την επαναλαμβάνουν, μιμούνται τονισμό, προφορά, εκφράσεις προσώπου με μεγάλη ευκολία, προσπαθούν να κάνουν ό,τι κάνουν οι άλλοι με ευχαρίστηση. Σ’ ένα οποιοδήποτε πρόγραμμα της ξένης γλώσσας για μικρά παιδιά –τα οποία δεν έχουν αναπτύξει σχολικό γραμματισμό ούτε στη μητρική τους γλώσσα– ο προφορικός λόγος δεν συνιστά αντικείμενο διδασκαλίας αλλά μέσον εκμάθησης. Μέσω του προφορικού λόγου τα παιδιά μαθαίνουν πράγματα και μαθαίνουν να επικοινωνούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο γραπτός λόγος «κάνει κακό» ή ότι θα πρέπει να αποκλείεται εντελώς από την ξενόγλωσση τάξη, ιδιαίτερα αφού κάποια παιδιά επικεντρώνουν την προσοχή τους στα γραπτά σύμβολα και συγκρατούν στη μνήμη καλύτερα τις λέξεις και φράσεις όταν τις συνδέουν με τη γραφημική τους αναπαράσταση. Επίσης, σε ορισμένα παιδιά αρέσει να παρατηρούν τη γραπτή μορφή λέξεων, φράσεων, κτλ. όταν τις ακούν. Νιώθουν μεγάλη ικανοποίηση όταν αναγνωρίζουν λέξεις και φράσεις κατά την αφήγηση μιας ιστορίας, Ωστόσο, η ανάπτυξη κατανόησης και παραγωγής γραπτού λόγου και γενικότερα του σχολικού γραμματισμού δεν είναι ανάμεσα στους μαθησιακούς στόχους του ΠΕΑΠ.
 

 

 
Για τα μικρά παιδιά, ο προφορικός λόγος αποτελεί «εργαλείο» για την επαφή τους με τη γλώσσα (μητρική ή ξένη). Τη γλώσσα την ακούνε, την επεξεργάζονται, την επαναλαμβάνουν, μιμούνται τονισμό, προφορά, εκφράσεις προσώπου με μεγάλη ευκολία, προσπαθούν να κάνουν ό,τι κάνουν οι άλλοι με ευχαρίστηση. Σ’ ένα οποιοδήποτε πρόγραμμα της ξένης γλώσσας για μικρά παιδιά –τα οποία δεν έχουν αναπτύξει σχολικό γραμματισμό ούτε στη μητρική τους γλώσσα– ο προφορικός λόγος δεν συνιστά αντικείμενο διδασκαλίας αλλά μέσον εκμάθησης. Μέσω του προφορικού λόγου τα παιδιά μαθαίνουν πράγματα και μαθαίνουν να επικοινωνούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο γραπτός λόγος «κάνει κακό» ή ότι θα πρέπει να αποκλείεται εντελώς από την ξενόγλωσση τάξη, ιδιαίτερα αφού κάποια παιδιά επικεντρώνουν την προσοχή τους στα γραπτά σύμβολα και συγκρατούν στη μνήμη καλύτερα τις λέξεις και φράσεις όταν τις συνδέουν με τη γραφημική τους αναπαράσταση. Επίσης, σε ορισμένα παιδιά αρέσει να παρατηρούν τη γραπτή μορφή λέξεων, φράσεων, κ.τ.λ. όταν τις ακούν. Νιώθουν μεγάλη ικανοποίηση όταν αναγνωρίζουν λέξεις και φράσεις κατά την αφήγηση μιας ιστορίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη κατανόησης και παραγωγής γραπτού λόγου και γενικότερα του σχολικού γραμματισμού δεν είναι ανάμεσα στους μαθησιακούς στόχους του ΠΕΑΠ.  
 
 
6. Τα παιδιά χρειάζεται να ακούνε την ελληνική γλώσσα στην ξενόγλωσση τάξη
 
Αντίθετα από ό,τι μας έλεγαν για πολλά χρόνια ξένοι επιστήμονες επηρεασμένοι από τη συμπεριφορική θεωρία της γλωσσικής εκμάθησης, την ξένη γλώσσα δεν τη μαθαίνουμε όπως τις συνήθειες που αποκτάμε με την επανάληψη (αν και ως τεχνική η επανάληψη μπορεί να βοηθήσει στην απομνημόνευση λέξεων, πληροφοριών, κ.τ.λ.). Το γλωσσικό σύστημα δεν είναι απλά μια συμπεριφορά. Είναι ένας πολύπλοκος μηχανισμός νοηματοδότησης και τον κατακτούμε με πολύπλοκους τρόπους. Την ξένη γλώσσα ειδικότερα τη μαθαίνουμε σε συσχετισμό με τη γλώσσα ή τις γλώσσες που ήδη ξέρουμε –τη μητρική μας ή και μια δεύτερη ή άλλη γλώσσα. Και είναι μάλιστα πια γνωστό το γεγονός πως όσες περισσότερες γλώσσες ξέρουμε σχετικά καλά, τόσο περισσότερες μπορούμε να μάθουμε. Ένας ενήλικας, για παράδειγμα, που δεν έχει μάθει ποτέ του μια ξένη γλώσσα πολύ δύσκολα θα μάθει έστω και μία. Συνεπώς, η χρήση της μητρικής γλώσσας είναι θετικό να χρησιμοποιείται ως μέσο για την εκμάθηση της ξένης και μέσα από τη σύγκριση των γλωσσών, να επιτυγχάνεται η ανάπτυξη της γλωσσικής επίγνωσης που βοηθά τη γλωσσική μάθηση.
Για τους μαθητές και τις μαθήτριες του ΠΕΑΠ, η χρήση της ελληνικής (είτε είναι η μητρική τους, είτε όχι –όπως στην περίπτωση των παιδιών μεταναστών) είναι θετική και για πολλούς άλλους λόγους. Μεταξύ των λόγων αυτών είναι το ότι μόνο με τη χρήση της ελληνικής μπορούμε:
  • να δώσουμε οδηγίες για το πώς θα κάνουν τα παιδιά μια άσκηση
  • να εξηγήσουμε τους κανόνες για να παίξουν ένα παιχνίδι
  • να κάνουμε περίληψη μιας ιστοριούλας ή ενός τραγουδιού που θα ακούσουν (ακόμη και αν κάνουμε παντομίμα ή παίζουμε ρόλους όταν τη διαβάζουμε)
  • να εξηγήσουμε τι σημαίνουν κάποιες λέξεις ή φράσεις
  • να τους εξηγήσουμε τι πρέπει και δεν πρέπει να κάνουν στην τάξη ώστε να νιώσουν κάποια ασφάλεια ότι ελέγχουν το περιβάλλον τους. 
Φυσικά, είναι σημαντικό τα παιδιά να ακούνε την ξένη γλώσσα να μιλιέται και να καταλαβαίνουν περίπου τι λέγεται (να έχουν δηλαδή «comprehensible input») ώστε να τη συνηθίζουν και να τη μαθαίνουν. Απλά, ο εξοστρακισμός της μητρικής γλώσσας από την ξενόγλωσση τάξη δεν εξυπηρετεί παρά μόνο πολιτικές που αποβλέπουν στο υλικό και το συμβολικό κέρδος εκείνων που προωθούν τη γλώσσα στόχο.
 
 
7. Τα παιδιά μαθαίνουν διάφορους τρόπους νοηματοδότησης και μέσω αυτών
Η γλώσσα δεν είναι, φυσικά, το μοναδικό σύστημα αναπαράστασης (representation system) και νοηματοδότησης και τα κείμενα που καλούμαστε να κατανοήσουμε δεν είναι μόνο γλωσσικά αλλά πολυτροπικά. Εκτός από το γλωσσικό σύστημα που μας παρέχει δυνατότητα να επιλέξουμε τον προφορικό ή τον γραπτό τρόπο επικοινωνίας, έχουμε το οπτικό σύστημα (visual representation), το ακουστικό (audio representation), το οποίο περιλαμβάνει μουσική, ήχους και φυσικά μαγνητοφωνημένη ομιλία. Έχουμε επίσης το σύστημα των αισθήσεων (tactile representation) που περιλαμβάνει την αφή, οσμή και γεύση, το σύστημα των χειρονομιών (gestural representation), το οποίο περιλαμβάνει κινήσεις, εκφράσεις προσώπου, στάσεις του σώματος, κτλ., καθώς και το σύστημα που αφορά τον χώρο και την εγγύτητα (spatial representation).
Αν και κάθε πολιτισμική κοινότητα χρησιμοποιεί όλα τα απεικονιστικά συστήματα για επικοινωνία και έκφραση –μεμονωμένα το καθένα ή σε συνδυασμό το ένα με το άλλο (λ.χ. γραπτός λόγος με εικόνα και ήχο, ή προφορικός λόγος, με κίνηση, χειρονομίες και μουσική), το πώς τα χρησιμοποιεί η κάθε πολιτισμική κοινότητα διαφέρει. Για παράδειγμα, οι χειρονομίες, οι ήχοι και οι εικόνες που χρησιμοποιούνται για επικοινωνία στους πολιτισμούς της Ασίας διαφέρουν σημαντικά από τους πολιτισμούς της Ευρώπης. Όμως και οι χειρονομίες, οι εκφράσεις προσώπου και άλλα στοιχεία που χρησιμοποιούμε για επικοινωνία εμείς διαφέρουν από εκείνα των Άγγλων ή των Σουηδών. Τα συστήματα αναπαράστασης, δηλαδή, είναι πολιτισμικά προσδιορισμένα και χρειάζεται να μάθουμε να καταλαβαίνουμε πώς νοηματοδοτούν αν όχι να παράγουμε νοήματα με βάση τα συστήματα αυτά.
Γι’ αυτό τον λόγο, όταν μαθαίνουμε μια ξένη γλώσσα, ειδικά στις μέρες μας που όλα σχεδόν τα κείμενα (προφορικά ή γραπτά) είναι πολυτροπικά, πρέπει παράλληλα να μάθουμε και τους λοιπούς τρόπους νοηματοδότησης (είτε τους διδαχτούμε είτε όχι). Ωστόσο, οι τρόποι αυτοί –τους οποίους στη μητρική γλώσσα κατακτούμε από μικρή ηλικία– συνιστούν και σημαντικά μέσα εκμάθησης οποιασδήποτε γλώσσας, δηλ. χρησιμοποιώντας εικόνες ή χειρονομίες, τραγούδια ή ήχους, μαθαίνουμε και να μιλάμε. Για όλους μας, αλλά ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά, έχει θετικά αποτελέσματα η χρήση πολυτροπικού λόγου και η αξιοποίηση άλλων τρόπων αναπαράστασης για την εκμάθηση της γλώσσας.
 
 
Η γλώσσα δεν είναι, φυσικά, το μοναδικό σύστημα αναπαράστασης (representation system) και νοηματοδότησης και τα κείμενα που καλούμαστε να κατανοήσουμε δεν είναι μόνο γλωσσικά αλλά πολυτροπικά. Εκτός από το γλωσσικό σύστημα που μας παρέχει δυνατότητα να επιλέξουμε τον προφορικό ή το γραπτό τρόπο επικοινωνίας, έχουμε το οπτικό σύστημα (visual representation), το ακουστικό (audio representation), το οποίο περιλαμβάνει μουσική, ήχους και φυσικά μαγνητοφωνημένη ομιλία. Έχουμε επίσης το σύστημα των αισθήσεων (tactile representation) που περιλαμβάνει την αφή, οσμή και γεύση, το σύστημα των χειρονομιών (gestural representation), το οποίο περιλαμβάνει κινήσεις, εκφράσεις προσώπου, στάσεις του σώματος, κτλ., καθώς και το σύστημα που αφορά στο χώρο και την εγγύτητα (spatial representation).
Αν και κάθε πολιτισμική κοινότητα χρησιμοποιεί όλα τα απεικονιστικά συστήματα για επικοινωνία και έκφραση –μεμονωμένα το καθένα ή σε συνδυασμό το ένα με το άλλο (λ.χ. γραπτός λόγος με εικόνα και ήχο, ή προφορικός λόγος, με κίνηση, χειρονομίες και μουσική)- το πώς τα χρησιμοποιεί η κάθε πολιτισμική κοινότητα διαφέρει. Για παράδειγμα, οι χειρονομίες, οι ήχοι και οι εικόνες που χρησιμοποιούνται για επικοινωνία στους πολιτισμούς της Ασίας διαφέρουν σημαντικά από τους πολιτισμούς της Ευρώπης. Όμως και οι χειρονομίες, οι εκφράσεις προσώπου και άλλα στοιχεία που χρησιμοποιούμε εμείς για επικοινωνία διαφέρουν από εκείνα των Άγγλων ή των Σουηδών. Τα συστήματα αναπαράστασης, δηλαδή, είναι πολιτισμικά προσδιορισμένα και χρειάζεται να μάθουμε να καταλαβαίνουμε πώς νοηματοδοτούν αν όχι να παράγουμε νοήματα με βάση τα συστήματα αυτά.
Γι’ αυτό το λόγο, όταν μαθαίνουμε μια ξένη γλώσσα, ειδικά στις μέρες μας που όλα σχεδόν τα κείμενα (προφορικά ή γραπτά) είναι πολυτροπικά, πρέπει παράλληλα να μάθουμε και τους λοιπούς τρόπους νοηματοδότησης (είτε τους διδαχτούμε είτε όχι). Ωστόσο, οι τρόποι αυτοί –τους οποίους στη μητρική γλώσσα κατακτούμε από μικρή ηλικία– συνιστούν και σημαντικά μέσα εκμάθησης οποιασδήποτε γλώσσας, δηλ. χρησιμοποιώντας εικόνες ή χειρονομίες, τραγούδια ή ήχους, μαθαίνουμε και να μιλάμε. Για όλους μας, αλλά ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά, έχει θετικά αποτελέσματα η χρήση πολυτροπικού λόγου και η αξιοποίηση άλλων τρόπων αναπαράστασης για την εκμάθηση της γλώσσας.
Ενδεικτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα παρακάτω:
  • Ποιηματάκια και «ρίμες»
  • Τραγουδάκια 
  • Παιχνίδια
  • Ιστορίες, μύθοι και παραμύθια
  • Εικόνες (flashcards) 
  • Αφορμή για δράση
  • Κατασκευές
  • CD-ROM & DVD
 

Αρχή σελίδας


[1]Ανάμεσα στις βιβλιογραφικές πηγές αναφέρουμε: (α) Cameron, L., 2001, Teaching Languages to Young Learners, Cambridge:Cambridge University Press, (β) Fisher, R., 1995, Teaching Children to Think, Cheltenham: Stanley Thornes Ltd, (γ) Garvie, E. 1990, Story as Vehicle, Clevedon: Multilingual Matters, (δ) Lewis, G. & G. Bedson, 1999, Games for Children, Oxford: Oxford University Press, (ε) Manley, D., 1994, Brilliant Things to Make and Do for 6 year Olds, London: Kingfisher Books, (στ) Reilly, V. & S. M. Ward, 1997, Very Young Learners, Oxford: Oxford University Press, (ζ) Siegler, S. R., 2006, ΠωςΣκέφτονταιταΠαιδιά, (επ. Βοσνιάδου Στ.), Αθήνα: Gutenberg, (η) Slattery, M. & J. Willis, 2001, English for Primary Teachers, OUP.