Ανάπτυξη σχολικού γραμματισμού και εκμάθηση ξένης γλώσσας

των Αλεξίας Γιαννακοπούλου και Αικατερίνης Ζουγανέλη, Μελών της Ομάδας Έργου

Η επίδραση της μητρικής γλώσσας στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας έχει μελετηθεί σε ευρεία κλίμακα στο χώρο της γλωσσολογίας και τα σχετικά συμπεράσματα ανατροφοδοτούν τον σύγχρονο εκπαιδευτικό σχεδιασμό, ιδιαίτερα με αναφορά στη διδασκαλία μικρών μαθητών. Το αντίστροφο, δηλαδή η επίδραση της ξένης γλώσσας στη μητρική, δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς. Οι περιορισμένες έρευνες, που καταγράφονται στη σχετική βιβλιογραφία, εξετάζουν το θέμα από μια γνωσιο-πραγματιστική (cognitive-pragmatic) οπτική γωνία και δηλώνουν ότι προκύπτουν σημαντικά οφέλη για την εκμάθηση και τη χρήση της μητρικής γλώσσας από την εκμάθηση ξένης γλώσσας. Υποστηρίζουν ότι το πολύγλωσσο άτομο αναπτύσσει υψηλότερο επίπεδο κατανόησης της μητρικής του γλώσσας από το μονόγλωσσο άτομο, ενώ παράλληλα εξελίσσει τις γλωσσικές του δεξιότητες και  βελτιώνεται συνολικά ως προσωπικότητα (Kecskes & Papp, 2000).

Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε μερικά από τα ερωτήματα που διατυπώνονται  στη χώρα μας σχετικά με την εισαγωγή της διδασκαλίας της Αγγλικής στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου:

1. Μήπως τα παιδιά ‘μπερδέψουν’ τα ελληνικά με τα αγγλικά;

Ο προβληματισμός για το αν η εκμάθηση μιας άλλης γλώσσας σε πολύ μικρή ηλικία επηρεάζει την ομαλή ανάπτυξη της μητρικής γλώσσας δεν είναι κάτι καινούριο. Έχει απασχολήσει γονείς και εκπαιδευτικούς σε άλλες χώρες ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα. Τότε επικρατούσε η αντίληψη ότι η δεύτερη γλώσσα προκαλεί σύγχυση στα παιδιά και επηρεάζει τη γλωσσική και νοητική τους ανάπτυξη και την επιτυχία τους στα μαθήματα. Αυτή η αντίληψη ωστόσο άλλαξε ριζικά όταν σημαντικές έρευνες έδειξαν πως οι δίγλωσσοι μαθητές υπερτερούν έναντι των μονόγλωσσων σε μια σειρά από τεστ και εκδηλώσεις της σχολικής ζωής (Peal and Lambert, 1962).

Η μελέτη της γλωσσικής ανάπτυξης των παιδιών δείχνει ότι, στα δίγλωσσα περιβάλλοντα, μπορεί να παρουσιάζονται προβλήματα στην νηπιακή ηλικία, πριν αρχίσει να μιλάει το παιδί, αλλά τα προβλήματα εξαφανίζονται μετά την ηλικία των 36 μηνών και τα παιδιά μπορούν να επικοινωνούν σε δύο γλωσσικούς κώδικες με την ίδια ευκολία (Baker, 2000). Οι πιο πρόσφατες έρευνες καταλήγουν ότι υπάρχει θετική επίδραση της ξένης γλώσσας στη μητρική καθώς αυτή όχι μόνο δεν εμποδίζει τη γλωσσική ανάπτυξη των μικρών μαθητών, αλλά αντίθετα την ενισχύει (Kecskes& Papp, 2000).

Το περιβάλλον εκμάθησης της ξένης γλώσσας εντός του εκπαιδευτικού συστήματος δεν έχει τα χαρακτηριστικά ενός δίγλωσσου περιβάλλοντος, ωστόσο τα παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου έχουν εμπειρία της Αγγλικής γλώσσας μέσω των ακουσμάτων που έχουν από την τηλεόραση ή από τα τραγούδια. Επίσης  έχουν αναπτύξει νοητικά σχήματα του γραπτού λόγου της Αγγλικής,  μέσω των ποικίλων λογότυπων που υπάρχουν άφθονα στο άμεσο περιβάλλον, και έχουν «μάθει» εμπειρικά να τα αναγνωρίζουν και να τα χρησιμοποιούν για την καθημερινή τους επικοινωνία.

Είναι αυτονόητο ότι τα παιδιά της Α΄ Δημοτικού έχουν ήδη αναπτύξει βασικές δομές της μητρικής τους γλώσσας και επικοινωνούν με ευχέρεια, ανάλογα με το βαθμό εξάσκησης που τους έχει επιτρέψει το κοινωνικό τους περιβάλλον. Επομένως, έχουν ήδη ενεργοποιήσει το μηχανισμό γλωσσικής ανάπτυξης (Chomsky, 1965) και έχουν αναπτύξει δεξιότητες έκφρασης αναγκών και επικοινωνίας. Στις δεξιότητες αυτές θα στηρίξουν το οικοδόμημα εκμάθησης της ξένης γλώσσας.

Γενικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η εκμάθηση της αγγλικής, παράλληλα με την έναρξη της διδασκαλίας της μητρικής για την ανάπτυξη σχολικού γραμματισμού, αξιοποιεί την έμφυτη διεργασία γλωσσικής ανάπτυξης και ενθαρρύνει τη σύγκριση ανάμεσα στη μητρική και την ξένη γλώσσα και τη μεταφορά των δεξιοτήτων επικοινωνίας από τον ένα γλωσσικό κώδικα στον άλλο. Η σύγκριση και η μεταφορά είναι νοητικές διεργασίες ανώτερου επιπέδου για τις οποίες είναι απαραίτητη η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης που είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα της εκπαίδευσης. Συγκρίνοντας λέξεις, ήχους και προφορά τα παιδιά κατανοούν τη μητρική τους γλώσσα καλύτερα και αντιλαμβάνονται τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στις γλώσσες. Χρησιμοποιώντας έννοιες και σχήματα που μαθαίνουν στην άλλη γλώσσα, ενισχύουν αυτά που μαθαίνουν στη δική τους (Fisher, 1995). 

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι το πρόγραμμα εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας στην Α΄ και Β΄ Δημοτικού επικεντρώνεται στην κατανόηση του προφορικού λόγου και στην προφορική έκφραση και ότι οι τεχνικές εκμάθησης που χρησιμοποιούνται είναι ελκυστικές και διασκεδαστικές. Ο σκοπός είναι να δημιουργηθεί ένα πλούσιο γλωσσικό περιβάλλον όπου η μάθηση δεν είναι συνειδητή και ο γραμματισμός των παιδιών προκύπτει αβίαστα και αναδύεται μέσα από την επαφή τους με τη γλώσσα, στο βαθμό που το κάθε παιδί μπορεί και με το ρυθμό που μπορεί. Ειδικότερα, τα παιδιά της Α΄ Δημοτικού που δεν έχουν αναπτύξει την ελληνική γλώσσα στον ίδιο βαθμό με τους συνομηλίκους τους θα κερδίσουν ωφέλιμο χρόνο βιώνοντας την εκμάθηση της αγγλικής μέσα από το παιχνίδι, πριν εισέλθουν σε δομημένη μάθηση στην Γ΄ Δημοτικού.

2.  «Όσο πιο νωρίς, τόσο καλύτερα»;

Η ευρεία αντίληψη είναι ότι τα μικρά παιδιά μαθαίνουν πιο εύκολα και απορροφούν τη γνώση σαν σφουγγάρια. Σήμερα ο επιστημονικός κόσμος επιβεβαιώνει αυτή την αντίληψη με στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα παιδιά α) διαθέτουν από τη φύση τους μηχανισμούς που τα βοηθούν να μαθαίνουν γλώσσες, β) αγαπούν να μαθαίνουν γλώσσες, και γ) μπορούν να μάθουν οποιαδήποτε γλώσσα, αν βρεθούν στο σωστό εκπαιδευτικό περιβάλλον και έχουν την κατάλληλη υποστήριξη. Χωρίς αμφιβολία η μητρική γλώσσα μαθαίνεται και αναπτύσσεται καλύτερα στην πρώιμη παιδική ηλικία (Johnson & Newport, 1989). Οι περισσότερες έρευνες καταλήγουν ότι η ηλικία αυτή ευνοεί την εκμάθηση της μητρικής αλλά και άλλων γλωσσών αφού ενεργοποιεί το φυσικό μηχανισμό κατάκτησης γλωσσών που, όπως είπαμε παραπάνω, διαθέτουν τα παιδιά αυτής της ηλικίας.

Σημαντικές έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που ξεκινούν μια ξένη γλώσσα σε πολύ μικρή ηλικία μαθαίνουν την προφορά της πολύ καλύτερα και αποκτούν μεγαλύτερη ευχέρεια στην προφορική έκφραση (Lenneberg, 1967). Οι ειδικοί αποδίδουν την επίδοση αυτή στο γεγονός ότι τα μικρά παιδιά δεν έχουν τις αναστολές των μεγαλύτερων, δείχνουν μεγαλύτερο ενθουσιασμό και όρεξη να συμμετέχουν σε προφορικές δραστηριότητες και δε φοβούνται ότι θα πουν κάτι λάθος (Krashen, 1982).  

Άλλες έρευνες δείχνουν ότι η εκμάθηση ξένης γλώσσας βελτιώνει τις νοησιακές δεξιότητες των μικρών παιδιών ακόμη και για την επίλυση προβλημάτων που δεν απαιτούν γλωσσική έκφραση αλλά σκέψη, όπως για παράδειγμα στα Μαθηματικά (Fisher, 1995).

Επίσης τα παιδιά αγαπούν να πειραματίζονται με νέες γνώσεις όταν αυτές τους δίνονται με ευχάριστο και διασκεδαστικό τρόπο. Επομένως, είναι βέβαιο ότι θα αγαπήσουν την ξένη γλώσσα που θα είναι παιχνίδι, παραμύθι, κουκλοθέατρο, ζωγραφική, κίνηση, τραγούδι και όχι γραμματική, αντιγραφή, ορθογραφία και αποστήθιση λέξεων.

Τέλος, η έναρξη της εκμάθησης μιας άλλης γλώσσας σε μικρή ηλικία βοηθάει τα παιδιά να αναπτύξουν θετική στάση απέναντι σε άλλους πολιτισμούς και γλώσσες και βάζει τα θεμέλια για την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Τα παιδιά που μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα σε πρώιμη ηλικία μπορούν εύκολα να μάθουν και άλλες γλώσσες στο μέλλον.

Όσο πιο νωρίς, λοιπόν, μπορεί να είναι καλύτερα, γιατί η διαδικασία αυτή προσφέρει πολύτιμες γλωσσικές και διαπολιτισμικές εμπειρίες που μπορεί να παίξουν ευεργετικό ρόλο στην πνευματική, κοινωνική, πολιτισμική, συναισθηματική, γλωσσική και προσωπική ανάπτυξη των παιδιών.

3. Μήπως ο εμπλουτισμός του διδακτικού προγράμματος «φορτώσει» τα παιδιά;

Ο διδακτικός χρόνος για την αγγλική γλώσσα είναι περιορισμένος για τις τάξεις Α΄ και Β΄ (περίπου 45 λεπτά δύο φορές την εβδομάδα) και η μεθοδολογία που προτείνεται επικεντρώνει σε διδακτικές πρακτικές που εξοικειώνουν τα παιδιά με τη γλώσσα μέσα από το παιχνίδι, τα τραγούδια και τα παραμύθια. Όλα αυτά είναι δραστηριότητες τις οποίες τα παιδιά γνωρίζουν καλά ήδη από το Νηπιαγωγείο.

Οι εργασίες με τις οποίες ασχολούνται τα παιδιά γίνονται μέσα στην τάξη με τη μορφή ευχάριστων δραστηριοτήτων, με συνεργασία των μαθητών μεταξύ τους και με τη βοήθεια και καθοδήγηση του εκπαιδευτικού.

Θα υπήρχε «φόρτος» εάν ο εκπαιδευτικός στόχος ήταν η μάθηση μέσω διδακτικών πρακτικών πουν απαιτούν την ενασχόληση των μαθητών με ασκήσεις γραφής και ανάγνωσης και με δραστηριότητες εμπέδωσης που γίνονται στο σπίτι.

Στο πλαίσιο του ΠΕΑΠ (Πρόγραμμα Εκμάθησης της Αγγλικής στην  Πρώιμη Παιδική Ηλικία), οι μαθητές της Α και της Β δημοτικού εξοικειώνονται με τον προφορικό λόγο και δεν παίρνουν «δουλειά στο σπίτι».

4. Υπάρχει σύνδεση με τη διδασκαλία της Αγγλικής στις επόμενες τάξεις του δημοτικού;

Η εκμάθηση της αγγλικής στις τάξεις Α΄ και Β΄ δημοτικού συμβάλει στον κοινωνικό γραμματισμό των μικρών μαθητών και διευκολύνει τη  μετάβασή στον σχολικό γραμματισμό στην Γ΄ δημοτικού. Διασφαλίζει ότι όλα τα παιδιά θα αρχίσουν να μαθαίνουν την ξένη γλώσσα από την ίδια βάση έχοντας εξοικειωθεί, βιωματικά,  με βασικά στοιχεία της. 

Η επέκταση της διδασκαλίας της αγγλικής στις πρώτες τάξεις του δημοτικού εντάσσεται στην γενικότερη εκπαιδευτική πολιτική της χώρα μας, η οποία εναρμονίζεται με τη γλωσσική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασική αρχή της οποίας είναι ότι κάθε άτομο πρέπει να είναι σε θέση να ομιλεί δύο ξένες γλώσσες παράλληλα με τη μητρική του.

Στο Σχέδιο Δράσης 2004-2005 της ΕΕ[1] για την προώθηση της εκμάθησης γλωσσών και της γλωσσικής πολυμορφίας, η γνώση ξένων γλωσσών περιλαμβάνεται στις βασικές δεξιότητες στις οποίες πρέπει να στοχεύουν τα εκπαιδευτικά συστήματα. Η έναρξη διδασκαλίας στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό θεωρείται ουσιαστική διότι σε αυτές τις βαθμίδες διαμορφώνονται οι στάσεις και οι απόψεις για τις άλλες γλώσσες και τους πολιτισμούς και θεμελιώνεται η εκμάθηση γλωσσών, ώστε να υπάρχει στερεή βάση για το μέλλον.

Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής και των πρακτικών στα κράτη-μέλη, σε όλη την Ευρώπη παρατηρείται η τάση να διευρύνεται προς τις κατώτερες βαθμίδες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η εκμάθηση  ξένων γλωσσών, μολονότι υπάρχουν διαφορές από χώρα σε χώρα ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε εκπαιδευτικού συστήματος. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με στοιχεία του ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού δικτύου «Ευρυδίκη»[2], σε χώρες όπως η Φινλανδία και η Νορβηγία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο και η Ιταλία η εκμάθηση ξένης γλώσσας αρχίζει στην ηλικία των έξι ετών, ενώ υπάρχουν παραδείγματα χωρών, όπως η Ισπανία και το Βέλγιο, όπου το νηπιαγωγείο είναι το εναρκτήριο επίπεδο εκπαίδευσης. Τέλος, η σπουδαιότητα που αποδίδεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην πρώιμη εισαγωγή της εκμάθησης ξένων γλωσσών καταδεικνύεται από το γεγονός ότι το Πρόγραμμα Δια Βίου Μάθησης ενθαρρύνει και υποστηρίζει ανάλογες πρακτικές.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Baker, C., 2000, A Parents’ and Teachers’ Guide to Bilingualism, Clevedon: Multilingual Matters.

Chomsky, N., 1965, Aspects of the Theory of Syntax, MIT Press.

Fisher, R., 1995, Teaching Children to Think, Clevedon: Multilingual Matters.

Johnson, J.S., & Newport, E. L., 1989, Critical period effects in second language learning: The influence of maturational state on the acquisition of English as a second language. Cognitive Psychology, 21, 60-99.

Kecskes, I. & T. Papp, 2000, Foreign Language and Mother Tongue, Mahwah NJ: Lawrence Edbaum Associates.

Krashen, S., 1982, Principles and Practice in Second Language Acquisition, London: Pergamon.

Lenneberg, E. H.,1967, Biological Foundations of Language, Wiley.

Peal., E. & Lambert, W.E.,1962, The relation of bilingualism to intelligence,  Psychological Monographs (27, Whole No. 546):1-23.


[1]   «Communication from the Commission to the Council, the European Parliament, the Economic and Social  Committee and the Committee of the Regions - Promoting language learning and linguistic diversity: an action plan 2004-2006» στο http://europa.eu.int/comm/education/policies/lang/languages/

[2]   Eurydice network, 2008, “Key Data on teaching Languages at School in Europe 2008”www.eurydice.org