Τεύχος 2, Ντοριάνα Νικάκη

της Ντοριάνας Νικάκη

1.      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το παρόν άρθρο έχει ως σκοπό να παρουσιάσει μια αρχική αποτίμηση των στάσεων και απόψεων των γονέων των μαθητών που πήραν μέρος στο Πρόγραμμα Εκμάθησης της Αγγλικής στην Πρώιμη Παιδική Ηλικία (ΠΕΑΠ) το 2010-11. [1] Ειδικότερα, παρουσιάζεται:

  • Η στάση των γονέων απέναντι στο ΠΕΑΠ και πιο συγκεκριμένα η άποψή τους για την εφαρμογή του (το υλικό που χρησιμοποιήθηκε, την απουσία βιβλίου, την επιλογή της παιδαγωγικής προσέγγισης κ.τ.λ.) και τις προτάσεις των ιδίων για τη μελλοντική εφαρμογή του προγράμματος, όπως προέκυψαν από την παρούσα έρευνα,
  • Προβλήματα κατά την εφαρμογή του ΠΕΑΠ, σύμφωνα με τους γονείς.

Οι απόψεις των γονέων και γενικότερα τα αποτελέσματα της έρευνας συνέβαλαν στη διαμόρφωση προτάσεων για τη μελλοντική οργάνωση του ΠΕΑΠ και αξιοποιήθηκαν από την Ομάδα Έργου για την όσο το δυνατόν καλύτερη εφαρμογή του τη σχολική χρονιά 2011-12.

Πριν συζητηθούν τα βασικά αποτελέσματα της έρευνας, είναι σκόπιμο να παρουσιαστεί ο  λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε να διερευνηθούν οι στάσεις και απόψεις των γονέων. Οι γονείς των μαθητών που συμμετέχουν στο ΠΕΑΠ αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ενδιαφερόμενα μέρη του προγράμματος (εκτός των μαθητών και των εκπαιδευτικών). Η γνώμη τους έχει ιδιαίτερη σημασία διότι μπορούν εύκολα να κατατοπίσουν με σαφήνεια τόσο τους υπεύθυνους του προγράμματος όσο και τους συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς ως προς το πώς αντιμετώπισαν τα παιδιά τους το ΠΕΑΠ και είναι σε θέση να αφουγκραστούν τις αντιδράσεις και τις ανάγκες των μικρών μαθητών. Έτσι, εμμέσως λαμβάνεται ανατροφοδότηση για το πώς αντιμετώπισαν οι μαθητές το ΠΕΑΠ. Ακόμη, η άποψη τους είναι σημαντική διότι οι γονείς έμμεσα επηρεάζουν και τη στάση των παιδιών τους απέναντι στο πρόγραμμα.  Άλλωστε δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι γονείς είναι αυτοί που λαμβάνουν τις σημαντικές αποφάσεις στην οικογένεια, όπως π.χ. εάν το παιδί τους θα παρακολουθήσει το ολοήμερο σχολείο (Μίτιλης, 2006).

2. ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΑΠ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

2.1. ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Το ΠΕΑΠ αφορά την εισαγωγή της Αγγλικής γλώσσας στις Α’ και Β’ τάξεις του Δημοτικού σχολείου ώστε, παράλληλα με την ενισχυμένη διδασκαλία της Αγγλικής από την Γ’ Δημοτικού (4 ώρες εβδομαδιαίως), να επιτευχθεί η κοινωνική απαίτηση να μαθαίνουν τα παιδιά Αγγλικά στο δημόσιο σχολείο.

Η πολιτική απόφαση για την εισαγωγή και την εφαρμογή του ΠΕΑΠ βασίστηκε στα αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών που επιβεβαιώνουν ότι όσο νωρίτερα ξεκινήσουν οι νεαροί μαθητές την εκμάθηση της ξένης γλώσσας, τόσο το καλύτερο για τη μετέπειτα πορεία τους (Bourke, 2006).[2]

Το ΠΕΑΠ, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή με μια πιλοτική μορφή το σχολικό έτος 2010-2011 σε 801 Ολοήμερα Δημοτικά Σχολεία με Ενιαίο Αναμορφωμένο Πρόγραμμα Σπουδών σε όλη την Ελλάδα, έχει ως κύριο στόχο του την αναβάθμιση της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο. Ειδικότερα αποσκοπεί στα ακόλουθα:

  • Στην ανάπτυξη αναδυόμενου σχολικού και κοινωνικού γραμματισμού στην αγγλική γλώσσα. Οι μαθητές του ΠΕΑΠ είναι παιδιά που έχουν ήδη αναπτύξει αναδυόμενο σχολικό γραμματισμό στη μητρική τους γλώσσα, ο οποίος αναφέρεται στη «σταδιακή ανάδυση των δεξιοτήτων που είναι σχετικές με το γραπτό λόγο στο πλαίσιο της ανάπτυξης του προφορικού λόγου» (Γιάντσιος, 2006),
  • Στην κάλυψη των αναγκών του κάθε μαθητή ξεχωριστά μέσα από την προσέγγιση της εξατομικευμένης μάθησης. Έτσι, το πρόγραμμα δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη ύλη, αντιθέτως το υλικό του αποτελείται από μια ποικιλία εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που προσαρμόζονται από τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό στις ανάγκες των μαθητών. Πιο συγκεκριμένα, δίνεται ένα σύνολο δραστηριοτήτων αλλά και προτεινόμενα βήματα για καθεμία από αυτές. Ο εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα να επιλέξει τι θα χρησιμοποιήσει κατά περίπτωση σύμφωνα με τις ανάγκες των μαθητών του, οι οποίοι είναι και οι πρωταγωνιστές της μαθησιακής διαδικασίας (Nunan, 1988),
  • Στην καλλιέργεια ενός διαπολιτισμικού ήθους επικοινωνίας και όχι στην ανάπτυξη της επικοινωνιακής ικανότητας που έχουν οι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας.[3]

Τέλος, όπως φαίνεται και στην ενότητα που ακολουθεί, ο σχεδιασμός και η οργάνωση του προγράμματος έγιναν με γνώμονα τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα χαρακτηριστικά των μαθητών που φοιτούν στο ελληνικό δημόσιο σχολείο.

2.2. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΕ ΠΡΩΙΜΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ KAI ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ ΠΕΑΠ

Στην παρούσα ενότητα θα παρουσιαστούν τα χαρακτηριστικά των μαθητών σε πρώιμη ηλικία καθώς και ο τρόπος που αυτά λήφθηκαν υπόψη στο σχεδιασμό του προγράμματος και του υλικού που χρησιμοποιήθηκε. Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι κρίθηκε σκόπιμο η διδασκαλία του ΠΕΑΠ και πιο συγκεκριμένα το εκπαιδευτικό υλικό του να προσαρμοστούν στις ανάγκες και το προφίλ των συγκεκριμένων μαθητών.

Οι μαθητές σε πρώιμη παιδική ηλικία έχουν πολλά ξεχωριστά χαρακτηριστικά έναντι των υπόλοιπων ηλικιακά ομάδων και για το λόγο αυτό διαχωρίζονται στη διδακτική ως ξεχωριστή κατηγορία μαθητών. Αρχικά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο τρόπος που οι μικροί μαθητές αντιμετωπίζουν την ξένη γλώσσα είναι παρόμοιος με εκείνον που έμαθαν τη μητρική τους (Dunn, 1983, Phillips, Burwood & Dunford, 1999) και συχνά αξιοποιούν στρατηγικές που έχουν κατακτήσει στην εκμάθηση της μητρικής.

Λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των μικρών μαθητών, η παιδαγωγική προσέγγιση που επιλέχθηκε για την εφαρμογή του προγράμματος υιοθετεί τις αρχές της δραστηριοκεντρικής προσέγγισης (task-based learning), της μάθησης μέσω διάδρασης (interactive learning) και της βιωματικής μάθησης (experiential learning) και το μαθησιακό υλικό που χρησιμοποιήθηκε σχεδιάστηκε ειδικά για το πρόγραμμα με γνώμονα τις ανάγκες των νεαρών μαθητών του ελληνικού σχολείου. Πιο συγκεκριμένα, τόσο οι μαθητές της Α’ όσο και της Β’ Δημοτικού, συμμετείχαν στο μάθημα της Αγγλικής με βιωματικό και παιγνιώδη τρόπο, κυρίως μέσα από δημιουργικές δραστηριότητες που απαιτούσαν τη χρήση της γλώσσας με επικοινωνιακό τρόπο. Παράλληλα, σκοπός των δραστηριοτήτων ήταν να βοηθήσουν τους μικρούς μαθητές στην ανάπτυξη συλλογικής κοινωνικής συνείδησης, αλλά και στη συνειδητοποίηση της «μη αποκλειστικότητας» της γλώσσας τους και της ύπαρξης άλλων γλωσσών που μπορούν να αποτελέσουν απαραίτητα επικοινωνιακά εργαλεία. Ακόμη, οι δραστηριότητες που επιλέχθηκαν στοχεύουν στην κοινωνικά προσδιορισμένη χρήση της γλώσσας, με άλλα λόγια, εκπαιδεύουν τους μαθητές να αντιμετωπίζουν τη γλώσσα όχι αποσπασματικά σαν μεμονωμένες λέξεις και φράσεις αλλά μαθαίνουν να τη χρησιμοποιούν σε ένα συγκεκριμένο επικοινωνιακό πλαίσιο.

Η επιλογή του παιγνιώδους τρόπου στηρίζεται επίσης στο γεγονός ότι τα παιδιά τείνουν να μαθαίνουν γρηγορότερα όταν λαμβάνουν πληροφορίες που είναι σε θέση να κατανοήσουν (comprehensible input, Krashen, 1985), καθώς και όταν διασκεδάζουν (Scott & Ytreberg, 1990, Lewis & Bedson, 1999, Pinter, 2006). Ακόμη, οι μαθητές αυτής της ηλικίας τείνουν να έχουν έλλειψη συγκέντρωσης και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι ντροπαλοί ή να διστάζουν να πάρουν πρωτοβουλίες στη μαθησιακή διαδικασία (Scott & Ytreberg, 1990, Reilly & Ward, 1997, Lewis & Bedson, 1999, Hughes, 2003 και Ioannou-Georgiou & Pavlou, 2003) οπότε μέσω του παιχνιδιού εξασφαλίζεται η συμμετοχή όλων των μαθητών μιας τάξης.

Όσον αφορά στην επιλογή της βιωματικής μάθησης που έγινε από την ομάδα σχεδιασμού του ΠΕΑΠ, αποτελεί ιδανική επιλογή για να συνδέσουν τα παιδιά τη γλώσσα με τον πραγματικό κόσμο, όντας παράλληλα «συμμέτοχοι στην παραγωγή της γνώσης» (Κοσοβίτσα, 2006). Με τον τρόπο αυτό οδηγούνται στην απόκτηση της μαθησιακής τους αυτονομίας (Phillips, Burwood & Dunford, 1999).

Επίσης, οι δραστηριότητες που συμπεριλαμβάνονται στο εκπαιδευτικό υλικό είναι συμβατές με το μαθησιακό στυλ των μαθητών του ελληνικού σχολείου. Όπως διαπιστώνεται από πρόσφατη έρευνα, η πλειοψηφία των Ελλήνων μαθητών υιοθετούν το οπτικό στυλ μάθησης, ενώ όλο και περισσότεροι μεγαλώνοντας τείνουν να υιοθετούν το κιναισθητικό στυλ (Mattheoudakis & Alexiou, 2010). Δεδομένου ότι οι κιναισθητικές προσεγγίσεις που εντάσσονται στο πρόγραμμα του ελληνικού σχολείου είναι περιορισμένες, τείνει να υπάρχει ασυμβατότητα ανάμεσα στις προτιμήσεις των μαθητών και τις επιλογές των δασκάλων. Το ΠΕΑΠ καλύπτει το «κενό» αυτό προσφέροντας στο μαθητή την ευκαιρία να μάθει την αγγλική γλώσσα μέσω ενός προγράμματος σχεδιασμένου έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στο μαθησιακό του προφίλ. Με άλλα λόγια, συστήνει την αγγλική γλώσσα μέσα από κιναισθητικές και επικοινωνιακές δραστηριότητες και εμπλέκει το μαθητή στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας μέσω του παιχνιδιού. Επιπλέον, η επιλογή του παιγνιώδους τρόπου αποσκοπεί και στην παρακίνηση του ενδιαφέροντος των μικρών μαθητών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κίνητρο παίζει καθοριστικό ρόλο στη διδασκαλία των μαθητών σε πρώιμη ηλικία (McDonough, 2007, Moon, 2000, Kharma, 1997).

Τέλος, οι θεματικές ενότητες που περιλαμβάνονται στο εκπαιδευτικό υλικό προέρχονται πρωτίστως από το άμεσο περιβάλλον των μαθητών (το σπίτι, το σχολείο κ.τ.λ.) και αποσκοπούν στο να ωθήσουν τους μαθητές να εκφραστούν μέσω του νέου γλωσσικού κώδικα για πράγματα που γνωρίζουν και που τους αφορούν. Εξάλλου, ο καλύτερος τρόπος για να μάθουν οι μαθητές σε πρώιμη ηλικία την αγγλική γλώσσα είναι συμμετέχοντας (Reilly & Ward, 1997), έτσι, πρωταγωνιστούν στη μαθησιακή διαδικασία, ενώ ο ρόλος του καθηγητή είναι να την οργανώνει και να τη διευκολύνει (Bourke, 2006) κάτι το οποίο επιτυγχάνεται μέσω των δραστηριοτήτων του ΠΕΑΠ.

3. Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Οι γονείς των οποίων τα παιδιά επρόκειτο να συμμετέχουν στο ΠΕΑΠ ενημερώθηκαν για το πρόγραμμα με μια επιστολή, που γράφτηκε από την υπεύθυνη του Έργου, στις αρχές της σχολικής χρονιάς. Η επιστολή που στάλθηκε σε όλα τα σχολεία με Ενιαίο Αναμορφωμένο Πρόγραμμα Σπουδών είχε ως σκοπό να ενημερώσει τους γονείς για το περιεχόμενο και τη φιλοσοφία του προγράμματος αλλά ταυτόχρονα να κατευνάσει τυχόν ανησυχίες τους. Επίσης, σε κάποιες περιοχές της χώρας προσκλήθηκαν γονείς στις τοπικές εκδηλώσεις που οργάνωσαν Σχολικοί Σύμβουλοι Αγγλικής, στους οποίους είχε ανατεθεί ο ρόλος του «επιμορφωτή» για το ΠΕΑΠ. Έχοντας αναλύσει τις πληροφορίες που κατέθεσαν στην Ομάδα Έργου οι επιμορφωτές, κατέστη σαφές ότι ένα σημαντικό ποσοστό των γονιών που παρακολούθησαν τις εκδηλώσεις είχαν αρνητική αντίδραση στην εισαγωγή της Αγγλικής από την Α’ Δημοτικού και εξέφρασαν τη δυσπιστία τους. Οι ανησυχίες τους εστίαζαν κυρίως στο φόβο για σύγχυση της αγγλικής γλώσσας με την ελληνική και την επιβάρυνση του προγράμματος των μικρών μαθητών. Σημειώθηκε, επίσης, ότι αρκετοί ήταν οι γονείς που κατέφυγαν σε κέντρα ξένων γλωσσών θεωρώντας απαραίτητη τη βοηθητική διδασκαλία σε φροντιστήρια για την ανταπόκριση των παιδιών τους στο πρόγραμμα.  

Η Ομάδα Έργου αποφάσισε να διερευνήσει τις αντιδράσεις τους μετά την έναρξη του προγράμματος όταν οι γονείς θα είχαν δει τα αποτελέσματα της διδασκαλίας και την απήχηση που θα είχε το μάθημα των Αγγλικών στα παιδιά τους.

Έτσι, μόλις πριν την ολοκλήρωση της σχολικής χρονιάς του πρώτου χρόνου εφαρμογής του ΠΕΑΠ, οι γονείς κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο με σκοπό να καταθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με την εισαγωγή της Αγγλικής από την Α’ Δημοτικού στο σχολείο. Περίπου 11000 ερωτηματολόγια διανεμήθηκαν στους γονείς, εκ των οποίων 7250 έγκυρα ερωτηματολόγια στάλθηκαν πίσω συμπληρωμένα στο Κέντρο Έρευνας για τη Διδασκαλία Ξένων Γλωσσών και την Αξιολόγηση της Γλωσσομάθειας. Η ανταπόκριση των εμπλεκομένων ήταν πιο θερμή από όσο αναμενόταν και έτσι, δεδομένης της μεγάλης συγκέντρωσης ερωτηματολογίων, αξιολογήθηκε ότι 2300 συμμετοχές μπορούσαν να αποτελέσουν αντιπροσωπευτικό δείγμα. Η επιλογή των ερωτηματολογίων προς ανάλυση έγινε έτσι ώστε να εκπροσωπούνται αναλογικά - ως προς το μαθητικό δυναμικό των σχολείων ΠΕΑΠ - οι γεωγραφικές περιοχές που συμμετείχαν στην έρευνα (Αττική, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Πελοπόννησος, Αιγαίο, Ιόνιο, Κρήτη).[4]

Το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα είναι ένα δισέλιδο ερωτηματολόγιο και σχεδιάστηκε από τη Χαρά Κουρλέση, σε συνεργασία με την Ομάδα του Έργου ΠΕΑΠ.[5] Η Κουρλέση αξιοποίησε ένα μικρό δείγμα των δεδομένων της έρευνας για να μελετήσει τις διαφορές των στάσεων και απόψεων των γονέων των μαθητών ΠΕΑΠ (Kourlessi, 2011)[6] .

Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από τρία μέρη και στόχος του είναι να ανιχνεύσει τις απόψεις των γονιών για το ΠΕΑΠ καθώς και την ανταπόκριση των παιδιών σύμφωνα με τους γονείς.[7] Ως προς τη δομή και το περιεχόμενο του ερωτηματολογίου επισημαίνεται ότι στο πρώτο μέρος ζητούνται τα προσωπικά στοιχεία των συμμετεχόντων που αφορούν κυρίως στην σχέση τους με το μαθητή, το επίπεδο σπουδών τους, τις γλώσσες που μιλούν κτλ. Το δεύτερο και μεγαλύτερο κομμάτι αποτελείται από ερωτήσεις κλειστού τύπου στις οποίες οι γονείς κλήθηκαν να εκφράσουν τη γνώμη τους για τη διδασκαλία των Αγγλικών στις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Τέλος, το τρίτο και τελευταίο κομμάτι του ερωτηματολογίου περιλαμβάνει μια ερώτηση ανοιχτού τύπου μέσω της οποίας οι γονείς καλούνται να καταγράψουν τυχόν σχόλια για το πρόγραμμα και την εισαγωγή της Αγγλικής από την Α’ Δημοτικού.

Τα ερωτηματολόγια αυτά στάλθηκαν από την Ομάδα Έργου ηλεκτρονικά στους Σχολικούς Συμβούλους της Αγγλικής γλώσσας τον Απρίλιο του 2011 και έπειτα εκείνοι τα προώθησαν στους Διευθυντές σχολείων της περιφέρειας αρμοδιότητας τους. Η συλλογή των συμπληρωμένων ερωτηματολογίων είχε ολοκληρωθεί μέσα στον Ιούνιο του ίδιου έτους.

Μεγάλο ποσοστό των γονέων που απάντησαν τα ερωτηματολόγια τα συμπλήρωσαν με προσοχή αν και, όπως ήταν φυσικό, οι αλλόγλωσσοι γονείς, οι οποίοι αποτελούν το 6,3% του δείγματος, αντιμετώπισαν κάποια προβλήματα. Επίσης, το 40,5% των συμμετεχόντων απάντησαν εκτενώς στην ερώτηση ανοιχτού τύπου αποδεικνύοντας έτσι ότι ενδιαφέρονται για το ΠΕΑΠ και ότι είναι πρόθυμοι να μας εκφράσουν τη γνώμη και την πρώτη εντύπωσή τους σχετικά με το πρόγραμμα. Τέλος, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι η πλειοψηφία, δηλαδή το 80% των συμμετεχόντων, ήταν γυναίκες – δηλ. οι μητέρες των μαθητών – και όχι οι πατέρες. Αυτό το στοιχείο από μόνο του είναι σημαντικό αλλά δε θα σχολιαστεί στο παρόν άρθρο μια και ο στόχος του είναι άλλος. Ωστόσο, θα είχε ενδιαφέρον σε μελλοντική διερεύνηση της στάσης και απόψεων γονιών να ερωτηθούν με ένα στοχευμένο ερωτηματολόγιο οι πατέρες των μαθητών και να συγκριθούν οι αντιδράσεις των μεν και των δε.

Αρχικά, ας σχολιάσουμε εν συντομία το προφίλ των γονέων που συμμετείχαν στην παρούσα έρευνα. Οι περισσότεροι γονείς (64,7%) ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 31-40 ετών. Το 80,5% γνωρίζει από μέτρια έως πολύ καλά αγγλικά, μόνο το 6,5% αυτών δεν μιλάνε καθόλου αγγλικά και το 37,9% γνωρίζουν και άλλη γλώσσα εκτός της αγγλικής και της ελληνικής. Ακόμη, το 39% των συμμετεχόντων είναι απόφοιτοι ΑΕΙ/ΤΕΙ και το 32,6% είναι απόφοιτοι Γενικού ή Τεχνικού Λυκείου. Αναφορικά με τις τάξεις που παρακολουθούν τα παιδιά τους προέκυψε ότι το 50,6% είναι γονείς μαθητών της Α’ Δημοτικού, το 47,1% της Β’ Δημοτικού και μόνο το 2,3% των συμμετεχόντων είχε ένα παιδί στην Α’ και ένα παιδί στην Β’ τάξη. Τέλος, σχεδόν όλοι οι γονείς (93,7%) δήλωσαν ότι η μητρική γλώσσα των παιδιών τους είναι τα Ελληνικά.

4.  ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία προκύπτουν από την ανάλυση κλειστού και ανοιχτού τύπου ερωτημάτων, έφεραν στο φως τόσο τον ενθουσιασμό των γονιών για το ΠΕΑΠ όσο και ορισμένα σημεία του προγράμματος που τους προκάλεσαν κάποιους προβληματισμούς.

Αρχικά, είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι το 74,8% των γονιών έχει είτε θετική, είτε απόλυτα θετική άποψη για το πρόγραμμα και το 83,4%  αυτών θεωρεί ότι η επαφή των παιδιών τους με την αγγλική γλώσσα θα βοηθήσει την μετέπειτα εκμάθηση της. Τα περισσότερα από τα θετικά σχόλια των συμμετεχόντων εστιάζουν κυρίως στη φιλοσοφία του προγράμματος και πιο συγκεκριμένα στη μάθηση με παιγνιώδη τρόπο, με τον οποίο συμφωνούν σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες (89%) καθώς και τη διδασκαλία χωρίς βιβλίο (82,8%).

Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι αρκετοί συμμετέχοντες παραδέχονται ότι παρόλο που ήταν αρνητικοί στην αρχή του προγράμματος, άλλαξαν γνώμη μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι και η ακόλουθη:

«Αρχικά ήμουν διστακτική στο άκουσμα της προσθήκης των Αγγλικών από τόσο νωρίς. Ο γιος μου ήδη αντιμετώπιζε προβλήματα προσαρμογής στις απαιτήσεις του Δημοτικού και φοβόμουν ότι θα φορτωνόταν υπερβολικά. Στην πορεία όμως της τρέχουσας σχολικής χρονιάς είδα ότι η προσέγγιση είναι πολύ καλή, χωρίς δουλειά στο σπίτι και το κυριότερο, ενώ ο γιος μου είναι κλειστός και λιγομίλητος, συχνά μεταφέρει λέξεις, μου δείχνει εργασίες, με ρωτάει πώς γράφονται ή προφέρονται διάφορα πράγματα ή λέξεις! Του έχει κινήσει το ενδιαφέρον! Θετικότατο!»

Η ανάλυση των απαντήσεων δείχνει ότι η στάση αρκετών γονιών διαφοροποιήθηκε κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, όταν είχαν την ευκαιρία να δουν το πρόγραμμα να εφαρμόζεται. Θα είχε ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετηθούν στο μέλλον οι παράγοντες που συνετέλεσαν στο να αλλάξουν οι γονείς την αρχική τους γνώμη.

Επιπρόσθετα, το 89,1% των γονέων επιβεβαιώνει ότι τα παιδιά τους συμμετείχαν στο μάθημα των αγγλικών με χαρά και χωρίς ιδιαίτερο άγχος, ενώ μόνο το 9,3% δήλωσε ότι το παιδί τους αντιμετώπισε δυσκολίες. Ακόμη, το 80,2% των συμμετεχόντων δηλώνει ότι τα παιδιά τους μετέφεραν λέξεις, ιστορίες ή τραγούδια που έμαθαν στο μάθημα των Αγγλικών πολύ συχνά, συχνά ή σε ορισμένες περιπτώσεις. Γενικά, φαίνεται ότι το πρόγραμμα έχει επιτύχει το στόχο του να «συστήσει» την αγγλική γλώσσα στους νεαρούς μαθητές χωρίς να έχει δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα στο καθημερινό πρόγραμμα των παιδιών και κυρίως χωρίς να τους έχει προκαλέσει άγχος. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της μητέρας που δεν είχε αντιληφθεί ότι ο γιος της παρακολουθούσε μαθήματα αγγλικών και το ανακάλυψε τυχαία:

«Με τη ρουτίνα της προετοιμασίας για τα βασικά μαθήματα και καθώς δεν υπάρχει βιβλίο, αλλά ούτε αναφορά από το γιο μου για το μάθημα των αγγλικών, είχα ξεχάσει εντελώς ότι περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του. Σοκαρίστηκα! Όταν ξεκίνησα να του μάθω αγγλικά, ανακάλυψα ότι γνώριζε λέξεις και τραγούδια. Δεν είχα την παραμικρή υποψία. Συγχαρητήρια!»

Ακόμη, ορισμένοι από τους γονείς που εκφράστηκαν θετικά για το ΠΕΑΠ αναφέρθηκαν στην ελπίδα τους να καλύψει το πρόγραμμα την ανάγκη του φροντιστηρίου. Είναι γνωστό ότι η πλειοψηφία των μαθητών όλων των βαθμίδων του ελληνικού σχολείου παρακολουθεί μαθήματα Αγγλικών εκτός από το σχολείο και σε κέντρα ξένων γλωσσών (Αγγελοπούλου, 2006, Sougrari, 2006), από τις πρώτες κιόλας τάξεις του Δημοτικού και μάλιστα ανεξάρτητα από την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους (Mattheoudakis & Alexiou, 2009)[8]. Υποθέτουμε ότι οι γονείς κάνουν αυτή την επιλογή  είτε γιατί επικρατεί η άποψη ότι όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά, τόσο πιο εύκολα μαθαίνουν τη γλώσσα λόγω της πρόσφατης εμπειρίας τους με την εκμάθηση της μητρικής (Brewster, Ellis & Girald, 1992, Cameron, 2003), είτε αργότερα για να προετοιμαστούν για εξετάσεις γλωσσομάθειας αποσκοπώντας στην απόκτηση ενός πιστοποιητικού. Είναι επίσης σαφές ότι η ανάγκη των μαθητών για πιστοποίηση είναι ένα στοιχείο που λείπει μέχρι και σήμερα από τη δημόσια εκπαίδευση και για το λόγο αυτό οι μαθητές στρέφονται στα κέντρα ξένων γλωσσών για την προετοιμασία τους για τις εξετάσεις γλωσσομάθειας. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να εκφραστεί επιθυμία σύνδεσης του ελληνικού σχολείου με τις εξετάσεις γλωσσομάθειας ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης όπως αυτές που διανύουμε. Όπως αναφέρει και μια εκ των συμμετεχόντων:

«Θα ήταν κατά τη γνώμη μου ιδανικό να μαθαίνει το παιδί την ξένη γλώσσα στο σχολείο- σ’ όλες τις βαθμίδες του- χωρίς να χρειάζεται να πηγαίνει σε φροντιστήριο και βέβαια, μέσα από το σχολείο να παίρνει και τον αντίστοιχο τίτλο, που στις μέρες μας είναι απαραίτητος όσο ποτέ άλλοτε».

Ωστόσο, υπήρξαν και ορισμένοι γονείς που δήλωσαν ότι είναι δεδομένο ότι τα παιδιά τους θα παρακολουθήσουν μαθήματα και σε κέντρα ξένων γλωσσών ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στο δημόσιο σχολείο,  όπως φαίνεται παρακάτω:

« […] ‘Άλλωστε από την Β’ Δημοτικού θα ξεκινήσει Αγγλικά σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Άρα τελικά είναι θετική αυτή η πρώτη επαφή της ξένης γλώσσας από το σχολείο».

Η αντίληψη ότι η παρακολούθηση μαθημάτων στο φροντιστήριο είναι απαραίτητη για τη σωστή εκμάθηση της ξένης γλώσσας αποτελεί παγιωμένη άποψη στην Ελλάδα και ένας από τους έμμεσους στόχους του προγράμματος είναι μέσω της αναβάθμισης της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης να αλλάξει ο τρόπος που γονείς και μαθητές αντιμετωπίζουν το ξενόγλωσσο μάθημα στο δημόσιο σχολείο.

Όπως φαίνεται και παρακάτω, αρκετοί είναι και οι γονείς οι οποίοι δήλωσαν υπέρμαχοι της πολυγλωσσίας, την κοινωνική διάσταση της οποίας προωθεί και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

«Μόνο θετικά αντιμετωπίζουμε το ΠΕΑΠ αλλά και την εισαγωγή (στο Δημοτικό) και άλλων γλωσσών. […] Μέχρι 9 γλώσσες είναι ικανά να μάθουν τα παιδιά ξεκινώντας από Πρώιμη Ηλικία».

Ωστόσο, υπήρχαν και ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες οι γονείς χρησιμοποίησαν το ερωτηματολόγιο για να εκφράσουν τις ανησυχίες τους γύρω από το θεσμό του ΠΕΑΠ. Αν και μόνο το 19,6% θεωρεί ότι το μάθημα των αγγλικών επιβαρύνει το πρόγραμμα των νεαρών μαθητών, υπήρξαν μερικοί γονείς που εξέφρασαν την ανησυχία τους για την επίδραση που μπορεί να έχει το πρόγραμμα στα παιδιά τους. Οι συμμετέχοντες αυτοί αναφέρθηκαν κυρίως στην επιβάρυνση των μαθητών από το διευρυμένο ωράριο, στη σύγχυση που μπορεί να δημιουργηθεί μεταξύ μητρικής και αγγλικής γλώσσας αλλά και στο φόβο τους για μη αποτελεσματική δουλειά. Οι προβληματισμοί τους που αφορούν στο βεβαρυμμένο πρόγραμμα των παιδιών εστιάζουν κυρίως στις επιπλέον ώρες που προστίθενται στο καθημερινό πρόγραμμα των παιδιών τους και όχι στην ύλη που καλύπτεται από το μάθημα.  Ενδεικτικά παρατίθενται οι απαντήσεις κάποιων γονέων:

«Με το μάθημα των Αγγλικών καθώς και των άλλων μαθημάτων τα παιδιά επιβαρύνονται πολύ και επιστρέφουν στο σπίτι πολύ κουρασμένα. Είναι πολύ μικρά για να έχουν τόσο φορτωμένο πρόγραμμα» 

«Στην Α’ και Β’ Δημοτικού, πραγματοποιείται η κατάκτηση και η εμπέδωση της ελληνικής γλώσσας. Γι’ αυτό θα ήταν σκόπιμο, η διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας να αρχίσει από τη Γ’ τάξη. Άλλωστε, τα 10 χρόνια διδασκαλίας των Αγγλικών στα ελληνικά σχολεία, είναι υπεραρκετά για μια ξένη γλώσσα!»

Καθώς οι προβληματισμοί αυτοί ήταν αναμενόμενοι, είχε γίνει προσπάθεια να καμφθούν στην επιστολή που είχε σταλεί στην αρχή της χρονιάς στους γονείς. Στο γράμμα που στάλθηκε στους γονείς μέσω των σχολείων έγινε σαφές ότι δεν υπάρχει κανένας φόβος για τη σύγχυση των δυο γλωσσών, καθώς κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται επιστημονικά. Επίσης, μόνο 4 από τους 63 γονείς που έκαναν γραπτό σχόλιο για πιθανή σύγχυση με τη μητρική γλώσσα δήλωσαν ότι το παιδί τους χρησιμοποιεί αγγλικές λέξεις συχνά ενώ μιλάει ελληνικά, γεγονός που ίσως αποτελούσε ένδειξη σύγχυσης των δύο γλωσσών. Έτσι, συμπεραίνουμε ότι τα σχόλια των γονιών μπορεί να αναφέρονται περισσότερο στο φόβο τους ότι μπορεί να υπάρξει σύγχυση, παρά σε υπαρκτό πρόβλημα που αντιμετώπισαν με τα παιδιά τους.

Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ότι το μάθημα δεν επιβαρύνει το μαθητή, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις τον αποφορτίζει από τις προηγούμενες ώρες διδασκαλίας επειδή αποτελείται από παιχνίδια και δραστηριότητες που τον καλούν να συμμετέχει δημιουργικά. Αξίζει να αναφερθεί ότι υπήρχαν μεμονωμένες περιπτώσεις όπου οι συμμετέχοντες κατέκριναν την επιλογή της βιωματικής μάθησης, καθώς κατά τη γνώμη τους δε γίνεται συστηματική δουλειά και δήλωσαν ότι δεν αποδέχονται τις δραστηριότητες που χρησιμοποιήθηκαν ως γνωστικά απαιτητικές για τα παιδιά αυτής της ηλικίας.

«Αν και συμφωνώ με την εισαγωγή των αγγλικών στην Α’ και Β’ Δημοτικού, διαφωνώ κάθετα με τον τρόπο διδασκαλίας τους. Τα αγγλικά πρέπει να ξεκινούν από την αρχή θέτοντας σωστές βάσεις γραμματικής ώστε να υπάρχει συνέχεια στη διδασκαλία, και να μπορούν να παρακολουθήσουν το μάθημα».

Επιπλέον, το 63,9% των συμμετεχόντων δηλώνουν είτε ότι δεν επικοινώνησαν ποτέ με τον υπεύθυνο εκπαιδευτικό, είτε ότι σπάνια έρχονταν σε επαφή μαζί του. Η αιτία της έλλειψης συνεργασίας μεταξύ των δυο μερών δεν έγινε γνωστή καθώς δε σχολιάστηκε από τους γονείς στην ερώτηση ανοιχτού τύπου αλλά θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί μελλοντικά.

Αν και από την επεξεργασία των απαντήσεων στην ερώτηση ανοιχτού τύπου προκύπτει ότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις το πρόγραμμα εφαρμόστηκε και οργανώθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν δοθεί στους υπεύθυνους εκπαιδευτικούς, υπήρξαν ελάχιστες περιπτώσεις στις οποίες οι συμμετέχοντες καθηγητές δεν ακολούθησαν τις οδηγίες αυτές. Με άλλα λόγια, εντοπίστηκαν περιπτώσεις που από τα σχόλια των γονιών  έγινε αντιληπτό ότι ενώ δεν ενθαρρύνεται από το πρόγραμμα η διδασκαλία της γραφής και της ανάγνωσης της αγγλικής γλώσσας, υπήρξαν εκπαιδευτικοί που θέλησαν να ακολουθήσουν τον «παραδοσιακό» τρόπο διδασκαλίας αποκλίνοντας έτσι από τη φιλοσοφία του προγράμματος. Πιο συγκεκριμένα, σε μεμονωμένες περιπτώσεις αναφέρεται ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα δίνονταν στα παιδιά φωτοτυπίες με μια λέξη γραμμένη στα αγγλικά τις οποίες έπρεπε να χρωματίσουν, καθώς και ότι δίνονταν στους μαθητές οι αγγλικές λέξεις που μάθαιναν γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες.

Οι προβληματισμοί και οι αντιρρήσεις των γονέων που αναφέρθηκαν μελετήθηκαν προσεκτικά και όλα τα παραπάνω σχόλια λήφθηκαν υπόψη στην περαιτέρω ανάπτυξη του προγράμματος.

Το ερωτηματολόγιο ανέδειξε επίσης προτάσεις που αφορούσαν στην εφαρμογή του προγράμματος. Οι συμμετέχοντες στην παρούσα έρευνα επισήμαναν τα στοιχεία του προγράμματος που λειτούργησαν θετικά, έτσι ώστε να διατηρηθούν στην επόμενη εφαρμογή του αλλά ταυτόχρονα πρότειναν μέσω του ερωτηματολογίου αλλαγές που θα ήθελαν να δουν μελλοντικά στο πρόγραμμα.

Όπως επισημάνθηκε, από ερώτηση κλειστού τύπου στο ερωτηματολόγιο, προκύπτει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων συμφωνούν με την απουσία βιβλίου στο μάθημα. Ωστόσο, εκείνοι που δεν συμφωνούσαν με τη θέση αυτή άδραξαν την ευκαιρία να εκφράσουν την αντίθεσή τους μέσω της ερώτησης ανοιχτού τύπου στο τέλος του ερωτηματολογίου. Εικάζεται ότι η θέση τους αυτή προκύπτει είτε από αδυναμία να κατανοήσουν τη φιλοσοφία του ΠΕΑΠ, είτε από προσκόλληση στο στερεότυπο του παραδοσιακού μαθήματος που είναι δύσκολο να αναιρεθεί στο μυαλό των γονιών σε τόσο μικρό διάστημα. Ωστόσο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι ανάμεσα στους στόχους του ΠΕΑΠ είναι οι μαθητές να μην αντιλαμβάνονται το μάθημα των αγγλικών σαν επιπρόσθετο βάρος, συνεπώς, το να βλέπουν το μάθημα ψυχαγωγικά είναι επιθυμητό. Ένας εκ των γονιών χαρακτηριστικά αναφέρει.

«Με το να μην παρέχεται κάποιο βιβλίο, τα παιδιά σίγουρα δε δίνουν την ίδια βαρύτητα στο μάθημα όπως με τα υπόλοιπα μαθήματα. Το βλέπουν περισσότερο ψυχαγωγικά. Θα έδιναν περισσότερη σημασία σε αυτό, εάν μπροστά τους υπήρχε ένα εικονογραφημένο και ευχάριστο για αυτά βιβλίο».

Ακόμη, οι μισοί συμμετέχοντες (50,6%) πιστεύουν ότι τα Αγγλικά δεν πρέπει να διδάσκονται τις πρώτες ώρες του σχολικού προγράμματος. Το εύρημα αυτό είναι πιθανό να σημαίνει ότι δε θεωρούν το μάθημα της Αγγλικής ιδιαίτερα σημαντικό και για το λόγο αυτό το τοποθετούν στο τέλος του σχολικού προγράμματος. Πολλοί γονείς προτείνουν επίσης να ενταχθεί στις δραστηριότητες του ΠΕΑΠ οπτικοακουστικό υλικό. Το υλικό αυτό αναμένεται ότι θα δώσει τόσο κίνητρο στους μαθητές όσο και χρήσιμο υλικό στον εκπαιδευτικό για να οργανώσει καλύτερα τη μαθησιακή διαδικασία. Είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι οι γονείς σημειώνουν ως αναγκαίο τα σχολεία που εντάσσονται στο πλαίσιο του ΠΕΑΠ να εφοδιαστούν με τον κατάλληλο εξοπλισμό έτσι ώστε να αξιοποιείται στο έπακρο το παρεχόμενο υλικό. Τέλος, μια ακόμη από τις αλλαγές που προτάθηκαν και έχει ήδη αναφερθεί είναι η σύνδεση του δημόσιου σχολείου με τις εξετάσεις γλωσσομάθειας. Συνεπώς, πολλοί είναι οι γονείς που προτείνουν να γίνουν εκείνες οι αλλαγές που θα δώσουν σε γονείς και μαθητές τη δυνατότητα να αποφύγουν τα έξοδα αλλά και τις επιπλέον ώρες του φροντιστηρίου.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Μελετώντας τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνεται ότι οι γονείς αγκάλιασαν το θεσμό του ΠΕΑΠ και σχημάτισαν θετική εντύπωση από την πρώτη τους επαφή με το πρόγραμμα. Μπορεί κάποιοι γονείς να διατηρούν τις επιφυλάξεις τους ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα του προγράμματος, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς πιστεύουν ότι θα ωφελήσει τα παιδιά τους και ελπίζουν ότι η διδασκαλία της Αγγλικής σε πρώιμη παιδική ηλικία θα αποτελέσει το έναυσμα για τον περιορισμό της ανάγκης για στροφή γονέων και μαθητών στα κέντρα ξένων γλωσσών. Οι γονείς επιβεβαίωσαν επίσης ότι οι μαθητές του ΠΕΑΠ συμμετείχαν στο μάθημα της Αγγλικής γλώσσας με ενθουσιασμό και χωρίς ιδιαίτερο άγχος. Σε αυτό συνέβαλε και η επιλογή της βιωματικής μάθησης και του παιγνιώδους τρόπου που επιλέχθηκαν για την εφαρμογή του προγράμματος, επιλογή που βρίσκει σύμφωνη και τη μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων γονιών.

Τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στην παρούσα μελέτη λήφθηκαν υπόψη στην οργάνωση του ΠΕΑΠ για το σχολικό έτος 2011-2012. Η ομάδα έργου παραμένοντας πιστή στη φιλοσοφία του προγράμματος, την οποία υποστηρίζουν και οι γονείς, αναδιαμόρφωσε τις προτεινόμενες δραστηριότητες και ενέταξε έντυπο και οπτικοακουστικό υλικό που τέθηκε στη διάθεση των υπεύθυνων εκπαιδευτικών.

Ακόμη, η παρούσα έρευνα συνεχίστηκε και την δεύτερη χρονιά εφαρμογής του προγράμματος με σκοπό να εξετάσει τις παγιωμένες πλέον απόψεις των γονέων και να διαπιστώσει εάν η γνώμη τους παρέμεινε θετική και μετά τον πρώτο ενθουσιασμό για την εφαρμογή του ΠΕΑΠ. Πιο συγκεκριμένα, η δεύτερη φάση της έρευνας περιελάμβανε τόσο τη συμπλήρωση έντυπων ερωτηματολογίων όσο και ηλεκτρονικών για την διευκόλυνση των συμμετεχόντων αλλά και για την εξοικονόμηση πόρων. Η ανταπόκριση των γονέων ήταν ακόμη θερμότερη και από αυτή της πρώτης φάσης καθώς συγκεντρώθηκαν περίπου 11000 έντυπα και ηλεκτρονικά ερωτηματολόγια.

Αξίζει  να σημειωθεί ότι αν και οι γονείς αγκάλιασαν το ΠΕΑΠ την πρώτη χρονιά, την δεύτερη χρονιά εφαρμογής του είχαν ακόμη θετικότερη άποψη. Ειδικότερα, σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες δήλωσαν ικανοποιημένοι που τα παιδιά τους διδάσκονται Αγγλικά από την πρώτη Δημοτικού και θεωρούν ότι η επαφή των μικρών μαθητών με την αγγλική γλώσσα από τόσο νωρίς θα τους διευκολύνει στην εκμάθησή της. Επιπρόσθετα, ο αριθμός των γονέων που δήλωσαν την πρώτη χρονιά ότι το πρόγραμμα του παιδιού τους επιβαρύνεται από την εκμάθηση της ξένης γλώσσας μειώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της δεύτερης χρονιάς, καθώς οι συμμετέχοντες φαίνεται να έχουν κατανοήσει απόλυτα ότι η εκμάθηση με παιγνιώδη τρόπο αποφορτίζει τους μαθητές και έτσι, αρκετοί γονείς ζητούν ακόμη και αύξηση των εβδομαδιαίων διδακτικών ωρών. Ακόμη, η πλειοψηφία των γονέων στην δεύτερη φάση της έρευνας δήλωσε ότι επιθυμεί την εισαγωγή γραφής από τα μέσα της δευτέρας Δημοτικού, ενώ περισσότεροι είναι και οι γονείς που τάσσονται υπέρ της χρήσης βιβλίου. Τέλος, σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες εξέφρασαν την επιθυμία τους να εμπλακούν και οι ίδιοι στο πρόγραμμα μέσα από παιχνίδια και δραστηριότητες που θα εκτελούν μαζί με τα παιδιά τους από το σπίτι.

Λαμβάνοντας υπόψη λοιπόν και κάποια από τα πρώτα αποτελέσματα της δεύτερης φάσης συμπεραίνουμε ότι οι γονείς υποστηρίζουν το θεσμό του ΠΕΑΠ και τείνουν να ξεπεράσουν τις αρχικές τους ανησυχίες. Ερωτήματα τα οποία θα είχε ενδιαφέρον να διερευνηθούν διεξοδικότερα στο μέλλον, είναι τα εξής:

  • Ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν στο να αλλάξουν οι γονείς τη στάση τους απέναντι στο ΠΕΑΠ;
  • Θα ήθελαν να λάβουν περισσότερη ενημέρωση οι γονείς για το ΠΕΑΠ και αν ναι, με ποιόν τρόπο (ενημερωτικές ημερίδες, σεμινάρια, συχνές καθορισμένες συναντήσεις με τους υπεύθυνους εκπαιδευτικούς κτλ.);
  • Σκοπεύουν οι γονείς του ΠΕΑΠ να αποφύγουν ή να καθυστερήσουν την εγγραφή των παιδιών τους σε κέντρα ξένων γλωσσών λόγω της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα;

Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ότι το παρόν άρθρο δεν αποτελεί αξιολόγηση του προγράμματος αλλά σκιαγράφηση των απόψεων των γονέων για το ΠΕΑΠ. Για την αξιολόγηση του προγράμματος απαιτείται να ληφθεί υπόψη η γνώμη όλων των ενδιαφερόμενων μερών –εκπαιδευτικών και μαθητών που συμμετείχαν στο ΠΕΑΠ- οι οποίοι εμπλέκονται άμεσα στο πρόγραμμα και η άποψη τους μπορεί να διαφέρει από αυτή των γονιών, κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει και τα αποτελέσματα θα παρουσιαστούν εκ νέου σε επόμενη έκθεση. Επιπλέον, η πλήρης αξιολόγηση ενός θεσμού, απαιτεί την παρέλευση του αναγκαίου και ικανού χρόνου για να γίνει εμφανής η επίδραση που είχε τόσο στους μαθητές και τους γονείς τους όσο και στην ξενόγλωσση διδασκαλία στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τέλος, για να γίνει γενίκευση των αποτελεσμάτων που παρουσιάστηκαν ώστε να αποτυπωθούν πληρέστερα οι απόψεις των γονέων απαιτείται περαιτέρω έρευνα μεγαλύτερης κλίμακας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αγγελοπούλου, Δ. (2006) Οι απόψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με το θεσμό του Ολοήμερου Σχολείου. Στο Μαρκαντωνάτου, Α.M., & Σαλτέρης, Ν. (Εκδ.), Ολοήμερο Σχολείο: Κοντινά και Μακρινά Πλάνα (σελ. 29-33), Αθήνα: Ταξιδευτής.

Bourke, J.Μ. (2006) Designing a topic-based syllabus for young learners. ELT Journal, 60(3): 279-286.

Brewster, J., Ellis, G. & Girald, D. (1992) The Primary English Teacher’s Guide. London: Penguin English.

Γιάντσιος, Β. (2006) Γλωσσικές και επικοινωνιακές γνώσεις που αναπτύσσει το παιδί κατά την προσχολική και σχολική ηλικία και πώς αυτές σχετίζονται με τη χρήση του γραπτού λόγου στο Δημοτικό Σχολείο. Επιστημονικό Βήμα, 6: 60-68.

Cameron, L. (2003) Challenges for ELT from the expansion in teaching children. ELT Journal 57(2): 105-112.

Dunn, O. (1983) Beginning English with Young Children. London: MacMillan.

Hughes, A. (2003) Testing for Language Teachers. Cambridge: Cambridge University Press.

Ioannou-Georgiou, S. & Pavlou, P. (2003) Assessing Young Learners. Oxford: Oxford University Press.

Kharma, N. (1977) Motivation and the Young Foreign- Language Learner. ELT Journal 31(2): 103-111.

Κοσοβίτσα, K. (2006) Σύγχρονες Διδακτικές Προσεγγίσεις για τη Διδασκαλία της Αγγλικής στο Ολοήμερο Σχολείο. Στο Μαρκαντωνάτου, Α.M., & Σαλτέρης, Ν. (Εκδ.), Ολοήμερο Σχολείο: Κοντινά και Μακρινά Πλάνα (σελ. 111-116), Αθήνα: Ταξιδευτής.

Kourlessi, C. (2011) Teaching English to very young learners: Parents’ attitudes towards the PEAP project (Unpublished MA dissertation). Athens: University of Athens.  

Krashen, S. D. (1985) The Input Hypothesis: Issues and Implications. London: Longman.

Lewis, G. &  Bedson, G. (1999) Games for Children. Oxford: Oxford University Press.

Mattheoudakis, M. & Alexiou, T. (2009) Early foreign language instruction in Greece: Socioeconomic factors and their effect on young learners’ language development. In Nokolov, M. (Ed.), The Age Factor and Early Learning (pp. 227-251). Berlin: Mouton de Gruyter.

Mattheoudakis, M. & Alexiou, T. (2010) Identifying young learners’ learning styles in Greece. In Varela, C., Francisco, M., Fernández Polo, J., Gómez García, L., & I. M. P.,  Martínez  (Εds.) Current Issues in English Language Teaching and Learning. An International Perspective (pp 37-52). Newcastle upon Tyne: Cambridge Scholars Publishing.

McDonough, S. (2007) Motivation in ELT. ELT Journal 61(4): 369-371.

Μίτιλης, Α. (2006) Αποτελέσματα έρευνας σχετικά με τις απόψεις γονέων για το Ολοήμερο Σχολείο. Στο Μαρκαντωνάτου, Α.M., & Σαλτέρης, Ν. (Εκδ.) Ολοήμερο Σχολείο: Κοντινά και Μακρινά Πλάνα (σελ. 35-41), Αθήνα: Ταξιδευτής.

Moon, J. (2000) Children Learning English. Oxford: McMillan.

Nunan, D. (1988) Syllabus Design. Oxford: Oxford University Press.

Phillips, D., Burwood, S. & H., Dunford (1999) Projects with Young Learners. Oxford: Oxford University Press.

Pinter, A. (2006) Teaching Young Language Learners. Oxford: Oxford University Press.

Reilly, V. & Ward, S.M. (1997) Very Young Learners. Oxford: Oxford University Press.

Scott, W. A. & Ytreberg, L. H. (1990) Teaching English to Children. Essex: Longman.

Sougari, A. M. (2006) Teaching English in the Primary Classroom: A guide for Teaching Practice. Thessaloniki: University Studio Press.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


[1] Το ΠΕΑΠ, του οποίου επιστημονική υπεύθυνη είναι η Καθ. Βασιλική Δενδρινού, διενεργείται στο πλαίσιο ερευνητικού έργου, το οποίο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και την Ελλάδα, μέσω ΕΣΠΑ, από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (και συγκεκριμένα το Κέντρο Έρευνας για τη Διδασκαλία Ξένων Γλωσσών και την Αξιολόγηση Γλωσσομάθειας –RCeL) για λογαριασμό του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.

[2]Στην ιστοσελίδα του ΠΕΑΠ (http://rcel.enl.uoa.gr/peap/), μπορεί να βρει κάθε ενδιαφερόμενος και άλλες μελέτες, άρθρα, κ.τ.λ. που συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης.

[3]Η προαναφερθείσα ιστοσελίδα προσφέρει λεπτομερείς πληροφορίες για το ΠΕΑΠ.

[4]Υπολείπονται ακόμη 400 ερωτηματολόγια από γονείς μαθητών σε σχολικές μονάδες της Αττικής για την επιθυμητή γεωγραφική αναλογικότητα, τα οποία θα συλλεχθούν συμπληρωματικά στην αρχή του σχολικού έτους 2011-12. Τα ευρήματα, λοιπόν, που παρουσιάζονται στην παρούσα εργασία είναι προκαταρκτικά, καθώς η έρευνα είναι σε εξέλιξη, και αφορούν σε 1917 συμμετοχές.

[5]Για τη σύνταξη του ερωτηματολογίου συνεργάστηκαν οι εξής: η επιστημονική υπεύθυνη του ΠΕΑΠ, καθ. Β. Δενδρινού, η τότε υπεύθυνη του υποέργου του ΠΕΑΠ από το οποίο χρηματοδοτήθηκε η έρευνα, καθ. Α. Παπακωνσταντίνου, καθώς και η στατιστικολόγος του Κέντρου Έρευνας για την Αγγλική Γλώσσα, Μ. Λαφτσίδου.

[6]Πρόκειται για τη διατριβή με τίτλο «Teaching English to very young learners: Parents’ attitudes towards the PEAP project», η οποία εκπονήθηκε για την απονομή ΜΔΕ, υπό την επίβλεψη της καθ. Α. Παπακωνσταντίνου, στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών με ειδίκευση στην «Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία», του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

[7]Στο Παράρτημα βρίσκεται το ερωτηματολόγιο με ενσωματωμένα τα αποτελέσματα της έρευνας αναλυτικά.

[8]Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτεί από την παρούσα έρευνα καθώς το δείγμα περιλαμβάνει μόνο γονείς μαθητών της Α’ και Β’ Δημοτικού που λόγω του νεαρού της ηλικίας τους δεν έχουν καταφύγει ακόμα σε κέντρα ξένων γλωσσών. Συνεπώς, μόνο το 29,5% παρακολουθεί μαθήματα εκτός σχολείου και η μεγάλη πλειοψηφία αυτών είναι μαθητές της Β’ Δημοτικού.

 

Τεύχος 2, Θωμαή Αλεξίου, Μαρίνα Ματθαιουδάκη

της Μαρίνας Ματθαιουδάκη & Θωμαής Αλεξίου

1. Το βιβλίο Magic Book

Η συγγραφή του Magic Book 1 (Μ.Β. 1) αποτελεί ένα μόνο τμήμα του διδακτικού υλικού το οποίο έχει μέχρι στιγμής δημιουργηθεί και συνεχίζει να δημιουργείται στο πλαίσιο του προγράμματος ΠΕΑΠ. Το βιβλίο ουσιαστικά αποτελεί κομμάτι του διδακτικού υλικού που παράγεται τα τελευταία δύο χρόνια με στόχο να καλύψει τις ανάγκες των μαθητών/μαθητριών στην εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας τα τρία πρώτα χρόνια φοίτησής τους στην Α΄βάθμια εκπαίδευση.

Από το 2003 που η αγγλική γλώσσα εισήχθη για πρώτη φορά στη Γ΄ Δημοτικού μέχρι φέτος (σχολικό έτος 2011-2012), τα διδακτικά εγχειρίδια της τάξης αυτής επιλέγονταν από μια λίστα διδακτικών εγχειριδίων, ελληνικών και ξένων εκδοτικών οίκων, εγκεριμένων από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Η συγγραφή του Μ.Β. 1 έρχεται να καλύψει ένα κενό στο χώρο της δωρεάν παρεχόμενης ξενόγλωσσης εκπαίδευσης στο ελληνικό δημόσιο σχολείο.

Το Magic Book 1 είναι το πρώτο βιβλίο για μαθητές Γ΄ Δημοτικού του δημόσιου ελληνικού σχολείου, το οποίο έχει σχεδιαστεί και γραφτεί αποκλειστικά από Έλληνες συγγραφείς. H επίβλεψη και επιμέλεια της συγγραφής πραγματοποιήθηκε από μέλη ΔΕΠ του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με επιστημονική υπεύθυνη την Καθηγήτρια Β. Δενδρινού από το Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συγγραφική ομάδα αποτελείται επίσης και από μια ομάδα μάχιμων εκπαιδευτικών της Αγγλικής με πολυετή εμπειρία στη διδασκαλία μικρών μαθητών και μαθητριών στο δημόσιο ελληνικό σχολείο. Η συνεργασία αυτή μεταξύ πανεπιστημίου και μάχιμων εκπαιδευτικών μάς έδωσε τη δυνατότητα να στηρίξουμε τις διδακτικές επιλογές μας σε θεωρητικά μοντέλα και αποτελέσματα σύγχρονων ερευνών στο χώρο της γλωσσικής εκμάθησης. Πιστεύουμε ότι με αυτόν τον τρόπο καταφέραμε να εμπλουτίσουμε τη διδακτική πράξη, παρέχοντας στους εκπαιδευτικούς ένα διδακτικό εγχειρίδιο το οποίο βασίζεται και τροφοδοτείται από τη θεωρία αλλά ταυτόχρονα καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες των εκπαιδευτικών και κυρίως των μαθητών τους στο πλαίσιο της ελληνικής σχολικής τάξης.

Η πρώτη έκδοση του βιβλίου –η οποία κυκλοφόρησε στα δημοτικά σχολεία το σχολικό έτος 2011-2012– αποτέλεσε την αρχική μορφή του βιβλίου η οποία είχε πιλοτικό χαρακτήρα. Σκοπός της πιλοτικής αυτής έκδοσης ήταν η χρήση του νέου εγχειριδίου στη σχολική τάξη και η άμεση και συνεχής ανατροφοδότηση από τους εκπαιδευτικούς που θα το δίδασκαν αλλά και από τους ίδιους τους μαθητές[1]. Στην πρώτη του αυτή μορφή το βιβλίο είναι ασπρόμαυρο. Αν και η επιλογή αυτή έγινε αναγκαστικά για οικονομικούς και πρακτικούς λόγους, η ασπρόμαυρη εικονογράφηση έδωσε την ευκαιρία στα παιδιά να πειραματιστούν και να παίξουν χρωματίζοντάς το και μερικές φορές δημιουργώντας τις δικές τους προσωπικές ζωγραφιές.

2. H διδασκαλία της ξένης γλώσσας σε νεαρούς μαθητές

Είναι φανερό ότι ο τρόπος διδασκαλίας ξένης γλώσσας σε μαθητές αυτής της ηλικίας (8-9 ετών) συναρτάται με το στάδιο της γνωστικής τους ανάπτυξης. Όσο πιο μικροί είναι οι μαθητές μας τόσο πιο ολιστικά προσεγγίζουν τη γνώση. Για τους μαθητές αυτής της ηλικίας η εκμάθηση της ξένης γλώσσας στοχεύει στην εκμάθηση ενός άλλου κώδικα επικοινωνίας: θέλουν να τη μάθουν για να καταλάβουν και να επικοινωνήσουν όχι γιατί τους ενδιαφέρει η γραμματική ή η σύνταξη της γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι θα εστιάσουν την προσοχή τους στα νοήματα της γλώσσας αλλά δεν θα διαθέτουν τις αναλυτικές δεξιότητες των μεγαλύτερων σε ηλικία μαθητών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την κατανόηση των γλωσσικών δομών και την ακριβή χρήση τους στο λόγο.

Ταυτόχρονα, οι νεαροί μαθητές έχουν την ικανότητα να μιμούνται με άνεση και ακρίβεια τους ήχους μιας ξένης γλώσσας, δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν οτιδήποτε γνωρίζουν προκειμένου να επικοινωνήσουν χωρίς να ντρέπονται, ρισκάρουν και «παίζουν» με τον νέο κώδικα και είναι πάντοτε πρόθυμοι και ενθουσιώδεις πρωταγωνιστές στις δραστηριότητες που οργανώνει ο εκπαιδευτικός. Αυτά τα σημαντικά πλεονεκτήματα που φέρνουν στην τάξη οι νεαροί μαθητές αποτελούν ίσως και την καλύτερη εγγύηση για ένα πετυχημένο μάθημα. Αρκεί ο εκπαιδευτικός να τα αναγνωρίσει και να τα αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό δημιουργώντας μια τάξη πλούσια σε ερεθίσματα, διασκεδαστική και ενδιαφέρουσα με στόχο να διατηρήσει και να αναπτύξει ακόμα περισσότερο τον ενθουσιασμό τους (Phillips, 1993).

3. Η δομή και το περιεχόμενο του βιβλίου

Ο τίτλος του διδακτικού εγχειριδίου «Magic Book» επιλέχθηκε μετά από συζητήσεις σχετικά με τους συμβολισμούς και τις υποδηλώσεις που μπορεί να έχει για τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Ένα «μαγικό» βιβλίο σχετίζεται με παραμύθια, φανταστικές ιστορίες και ήρωες με κρυφές δυνάμεις, στοιχεία που συναρπάζουν και εγείρουν την περιέργεια των παιδιών. Έτσι, ένα μαγικό βιβλίο θα μας επέτρεπε να επιλέξουμε ιστορίες και υλικό τα οποία θα ανταποκρίνονταν στις προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντά τους. Εξάλλου, το «μαγικό» στοιχείο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, σηματοδοτεί μια θετική και αισιόδοξη έναρξη στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας.

Λαμβάνοντας υπόψη την ελληνική πραγματικότητα στο χώρο της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης, αλλά και τις γενικότερες ανάγκες της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, η συγγραφική ομάδα προσπάθησε να προσαρμόσει τις απαιτήσεις του βιβλίου στις ανάγκες τάξεων μικτών αναγκών και ικανοτήτων. Επιπλέον, καταβλήθηκαν προσπάθειες ώστε οι θεματικές του βιβλίου να έχουν απήχηση στους μαθητές και των δύο φύλων αυτής της ηλικίας, ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικού υπόβαθρου, εθνικότητας και γεωγραφικής καταγωγής ή τόπου διαμονής. Το Μ.Β. 1 σχεδιάστηκε έτσι ώστε από τη μια μεριά η ύλη του να είναι κατανοητή ακόμα και από μαθητές που δεν έχουν αρχίσει να παρακολουθούν εξωσχολικά μαθήματα αγγλικής γλώσσας, αλλά από την άλλη να είναι ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη έτσι ώστε να κεντρίζει την προσοχή, την περιέργεια και το ενδιαφέρον όλων των μαθητών. Για το σκοπό αυτό, η δομή αλλά κυρίως το περιεχόμενο του βιβλίου διαφοροποιήθηκε σημαντικά από αυτά των διδακτικών εγχειριδίων που κυκλοφορούν στο εμπόριο και στα οποία ενδεχομένως κάποιοι από τους μαθητές να είχαν ήδη εκτεθεί.

Ένα σημαντικό μέρος του υλικού, όπως ιστορίες, δραστηριότητες, δημιουργικά παιγνίδια κ.ά. επιλέχθηκαν να χρησιμοποιηθούν στο βιβλίο με βάση τις θετικές εμπειρίες που είχε η συγγραφική ομάδα από τη χρήση τους στο Πρότυπο Πειραματικό Σχολείο του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας Α.Π.Θ., όπου και διδάσκουν.

Το Μ.Β. 1 αποτελείται από ένα εισαγωγικό κεφάλαιο –με τίτλο Pre-unit: Magic Letters– το οποίο έχει στόχο την παρουσίαση του αλφάβητου, και οκτώ (8) ενότητες, κάθε μία από τις οποίες περιλαμβάνει τρία (3) μαθήματα. Υπολογίζεται ότι ένα μάθημα καλύπτεται σε τρεις διδακτικές ώρες και επομένως μία ενότητα χρειάζεται εννιά διδακτικές ώρες για να ολοκληρωθεί. Η κατανομή αυτή του χρόνου υπολογίστηκε έτσι ώστε να είναι ρεαλιστική και εφικτή στο πλαίσιο του σχολικού προγράμματος στα δημόσια σχολεία. Στο τέλος του βιβλίου συμπεριλάβαμε μια χωριστή ενότητα την οποία ονομάσαμε Special Days (Ειδικές Ημέρες) και η οποία είναι αφιερωμένη σε έξι ημέρες εορτών, επετείων ή διακοπών: Halloween, Ημέρα Δικαιωμάτων των Παιδιών, Χριστούγεννα, Ημέρα της Γης, Πάσχα, Καλοκαιρινές διακοπές. Τα «μαθήματα» αυτά ως χωριστή ενότητα του βιβλίου προσφέρουν ευελιξία στους εκπαιδευτικούς, καθώς τους δίνεται η δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσουν ή να τα παραλείψουν, να τα προσαρμόσουν, να τα εμπλουτίσουν και να τα επεκτείνουν ανάλογα με τον διαθέσιμο χρόνο και τις προσωπικές τους επιλογές και τις ανάγκες των μαθητών τους.

Όσον αφορά στην παρουσίαση του αλφαβήτου στο εισαγωγικό κεφάλαιο (Pre-unit: Magic Letters), αυτή γίνεται θεματικά και καλύπτεται σε 6-12 μαθήματα ανάλογα με τον ρυθμό παρουσίασης που επιλέγει ο εκπαιδευτικός. Συγκεκριμένα, τα γράμματα δεν παρουσιάζονται με την παραδοσιακή αλφαβητική σειρά, αλλά ανάλογα με τις λέξεις τις οποίες εισάγουν και οι οποίες έχουν επιλεγεί με βάση συγκεκριμένες θεματικές περιοχές. Συνολικά, τα γράμματα παρουσιάζονται μέσα από 6 θεματικές περιοχές (χρώματα, ζώα, τροφές, ρούχα, παιχνίδια, μέρη του σώματος) και μέσα από κάθε θεματική παρουσιάζονται 1-6 γράμματα ανάλογα με τη θεματική και εισάγονται 6-9 λέξεις. Για παράδειγμα, στη θεματική «χρώματα» παρουσιάζονται τα γράμματα b, r, y, p, g, o, τα οποία εισάγουν αντίστοιχα τα χρώματα blue, red, yellow, purple, green, orange. Το εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να μάθουν να αναγνωρίζουν τα γράμματα του αγγλικού αλφάβητου, να εξοικειωθούν με την προφορά τους αλλά και να εξασκηθούν στη γραφή τους μέσα από προγραφικές δραστηριότητες, παιχνίδια, σταυρόλεξα, ζωγραφιές, λαβύρινθους, κ.τ.λ.

Αναφορικά με τις δεξιότητες πρόσληψης και παραγωγής λόγου, στοχεύσαμε στην ομαλή και σταδιακή μετάβαση της έμφασης από τις δεξιότητες πρόσληψης στις δεξιότητες παραγωγής. Έτσι, δίνεται προτεραιότητα στις δεξιότητες προφορικού λόγου (ιδιαίτερα στην κατανόηση προφορικού λόγου) στα πρώτα κεφάλαια και αργότερα επιτυγχάνεται η σταδιακή εισαγωγή στην παραγωγή γραπτού λόγου. Η σειρά αυτή ακολουθεί τη σειρά ακούω-μιλώ-διαβάζω-γράφω με την οποία μαθαίνουμε και τη μητρική γλώσσα.

Στο Μ.Β. 1 οι μαθητές αξιολογούν και αξιολογούνται. Όσον αφορά στην αξιολόγησή τους από τους εκπαιδευτικούς, αυτή γίνεται με έμμεσο αλλά συνεχή τρόπο. Κάθε ενότητα ολοκληρώνεται με ένα σχέδιο συνεργατικής έρευνας (project), το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να αξιολογήσουν τον βαθμό αφομοίωσης και εμπέδωσης της νέας γνώσης. Κάθε σχέδιο συνεργατικής έρευνας ζητά από τους μαθητές να χρησιμοποιήσουν τις νέες γνώσεις τους, να τις συσχετίσουν με προσωπικά βιώματα και να τις εφαρμόσουν σε ένα πλαίσιο δημιουργικών δραστηριοτήτων και καινοτόμων εργασιών. Οι προτάσεις για τον σχεδιασμό των σχεδίων είναι απολύτως ενδεικτικές και οι εκπαιδευτικοί ενθαρρύνονται να τις τροποποιήσουν και να τις προσαρμόσουν στις ανάγκες των μαθητών τους. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες εξελίξεις στο χώρο της αξιολόγησης, το Μ.Β. 1 υιοθετεί την αυτο-αξιολόγηση ως έναν εναλλακτικό τρόπο αξιολόγησης των μαθητών, προκειμένου οι νεαροί μαθητές να εξοικειωθούν με την έννοια και τη διαδικασία της αυτο-αξιολόγησης. Μέσα από τις απαντήσεις των μαθητών στις σχετικές ερωτήσεις, οι εκπαιδευτικοί λαμβάνουν ανατροφοδότηση σχετικά με το τι γνωρίζει κάθε παιδί καθώς επίσης και για την προσωπική τους αντίληψη αναφορικά με τις γνώσεις αλλά και τις ελλείψεις τους.

Όσον αφορά στην εμπλοκή των μαθητών στην αξιολόγηση των ενοτήτων, κάθε ενότητα δίνει την ευκαιρία στους μαθητές να την αξιολογήσουν ως προς (α) την ιστορία, (β) τις δραστηριότητες και (γ) τα παιχνίδια και τα τραγούδια. Η αξιολόγηση της ενότητας γίνεται με τον χρωματισμό αστεριών: όσο περισσότερα αστεράκια χρωματίσουν οι μαθητές, τόσο υψηλότερα βαθμολογούν την ενότητα.

4. Η φιλοσοφία του βιβλίου

Η συγγραφή του βιβλίου βασίστηκε σε μια σειρά από θεμελιώδεις αρχές οι οποίες και αποτέλεσαν μια μορφή ιδεολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο αναμένεται να σχεδιαστεί η εκπαιδευτική πράξη και να πραγματωθεί η εκπαιδευτική διαδικασία (βλ. Νημά και Καψάλης, 2002). Οι αρχές αυτές είναι:

  1. η αρχή της εποπτικότητας
  2. η αρχή της συνεργασίας
  3. η αρχή της επικοινωνίας
  4. η αρχή της διαθεματικότητας
  5. η αρχή του μαθητοκεντρισμού
  6. η αρχή της εξατομίκευσης
  7. η αρχή της βιωματικότητας

Πολλές από τις αρχές αυτές συνδέονται μεταξύ τους και επομένως η εφαρμογή της μίας προϋποθέτει την εφαρμογή μιας άλλης. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στην αρχή της εποπτικότητας, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην παραστατική παρουσίαση του γλωσσικού εισαγόμενου (language input) διότι μέσω του οπτικού ερεθισμού διεγείρονται και άλλες αισθήσεις (Νημά και Καψάλης, 2002: 141). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η προσέγγιση μιας έννοιας πρέπει να περάσει πρώτα από τις αισθήσεις. Για τους μαθητές αυτής της ηλικίας, η χρήση των αισθήσεων στη μαθησιακή διαδικασία αποτελεί sine qua non και για τον λόγο αυτό η επιλογή του υλικού του βιβλίου βασίστηκε στην πολυαισθητηριακή προσέγγιση (multisensory approach). Συγκεκριμένα, η Ομάδα του Έργου έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην εικονογράφηση του βιβλίου, στην παραγωγή επιλεγμένου ηχητικού υλικού και στη σύνθεση παιδικών τραγουδιών, αλλά και στο σχεδιασμό επιπρόσθετου οπτικού υλικού το οποίο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του ΠΕΑΠ. Τέλος, η απουσία έγχρωμης εικονογράφησης στο Μ.Β. 1 έκανε ακόμα πιο επιτακτική την επιλογή κατάλληλων σκίτσων τα οποία θα ήταν καλαίσθητα και θα μετέδιδαν με λιτό αλλά επιτυχημένο τρόπο τη σημασία λέξεων και φράσεων.

Όσον αφορά στην αρχή της συνεργασίας, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στο σχεδιασμό δραστηριοτήτων που βασίζονται σε συνεργατικές τεχνικές. Οι περισσότερες δραστηριότητες του βιβλίου εμπλέκουν δύο ή και περισσότερους μαθητές, οι οποίοι συνεργάζονται προκειμένου να βρουν τις απαντήσεις και λύσεις στα διάφορα «προβλήματα», ή ακόμα και για να δημιουργήσουν κάποιο κοινό σχέδιο συνεργατικής έρευνας για να παίξουν και να τραγουδήσουν.

Η αρχή της επικοινωνίας αφορά στη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών μέσα στην τάξη για την αλληλεπίδραση μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικού αλλά και των μαθητών μεταξύ τους. Η θεματολογία του βιβλίου καθώς επίσης και οι δραστηριότητες που έχουν σχεδιαστεί προωθούν συστηματικά την επικοινωνία και τη διάδραση με απώτερο στόχο την αύξηση του γλωσσικού εισαγόμενου και γλωσσικού εξαγόμενου (language output) μέσα στη σχολική τάξη.

Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην αρχή της διαθεματικότητας, η οποία ακολουθείται με συνέπεια στην επιλογή των χαρακτήρων και της θεματολογίας του βιβλίου. Για την αρχή της διαθεματικότητας, η συγγραφική ομάδα βασίστηκε στη διδακτέα ύλη των υπόλοιπων μαθημάτων της Γ΄ δημοτικού και στα κείμενα που περιλαμβάνονται στο ανθολόγιο αυτής της τάξης. Έτσι, θέματα, ιστορίες και ήρωες που παρουσιάζονται στο Μ.Β. 1 είναι ήδη γνωστά στους μαθητές. Για παράδειγμα, η Lucy και η Lady Decay στην ενότητα 4 είναι χαρακτήρες οικείοι από την ιστορία του Ε. Τριβιζά Δόνα η Τερηδόνα. Επίσης, θέματα όπως η αγωγή υγείας, η διατροφή, η περιβαλλοντική αγωγή είναι θέματα τα οποία παρουσιάζονται στο μάθημα της «Μελέτης Περιβάλλοντος» και επομένως οι μαθητές έχουν ήδη αναπτύξει τα σχετικά γνωσιακά σχήματα. Τέλος, η αναφορά σε θέματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όπως είναι η φτώχεια, η φιλανθρωπία, ο εθελοντισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματα (έννοιες που διδάσκονται στο μάθημα της Μελέτης Περιβάλλοντος και στο μάθημα της Γλώσσας) έχουν ως στόχο την ευαισθητοποίηση των μαθητών και παρουσιάζονται μέσα από παιγνιώδεις και διαδραστικές δραστηριότητες κατάλληλες για την ηλικία και τις γνωστικές τους δεξιότητες.

Η αρχή του μαθητοκεντρισμού αποτέλεσε ίσως τον βασικότερο άξονα γύρω από τον οποίο εκτυλίχθηκε η συγγραφή του Μ.Β. 1. Η τοποθέτηση του μαθητή στο κέντρο της μαθησιακής πράξης δημιούργησε την ανάγκη για σχεδιασμό διδακτικού υλικού με βάση τα ενδιαφέροντα, τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του. Απώτερος σκοπός ήταν βέβαια να προσελκύσουμε το ενδιαφέρον των μαθητών και να επιτευχθούν οι διδακτικοί στόχοι με ευχάριστο τρόπο, σύμφωνα με παιδαγωγικές αρχές (με τα ηθικά διδάγματα) και με ιδιαίτερο σεβασμό στην ψυχολογία των παιδιών αυτής της ηλικίας.

Η μοναδικότητα του κάθε μαθητή αποτέλεσε μία σημαντική παράμετρο στο σχεδιασμό του βιβλίου. Σύμφωνα με την αρχή της εξατομίκευσης, ο κάθε μαθητής αποτελεί ξεχωριστή προσωπικότητα με διαφορετικά ατομικά χαρακτηριστικά, προτιμήσεις, στυλ και ρυθμό μάθησης. Δεδομένης αυτής της πραγματικότητας, είναι αδύνατο να απαιτήσουμε από όλους τους μαθητές να συμπορεύονται με τον ίδιο ρυθμό και να επιτυγχάνουν εξίσου τους εκάστοτε μαθησιακούς στόχους. Η συγγραφή του βιβλίου υποστηρίζει την εξατομικευμένη μαθησιακή διαδικασία και έχει στόχο να βοηθήσει τον εκπαιδευτικό να προσαρμόσει τις απαιτήσεις των δραστηριοτήτων στις ικανότητες και τον ρυθμό του κάθε μαθητή. Η χρήση των συνεργατικών τεχνικών, της ομαδικής ή εταιρικής εργασίας, η αυτο-αξιολόγηση που κάνουν οι μαθητές, αλλά και η αξιολόγηση του υλικού (ιστοριών, τραγουδιών, δραστηριοτήτων, κ.λπ.) εκ μέρους των μαθητών έχουν κοινό στόχο τη στήριξη της εξατομικευμένης μάθησης.

Τέλος, για τους σκοπούς της αρχής της βιωματικότητας επιλέχθηκαν διδακτικές τεχνικές και δραστηριότητες οι οποίες αποσκοπούν να φέρουν το αντικείμενο μάθησης πιο κοντά στον μαθητή (βλ. Βεντούρης, 2005). Συγκεκριμένα, σχεδιάστηκαν δραστηριότητες παιγνιώδεις και δημιουργικές προκειμένου να διευκολύνουν τη διαδικασία απόκτησης των δεξιοτήτων και την κατανόηση του γλωσσικού εισαγόμενου. Τέτοιες δραστηριότητες και τεχνικές είναι τα σχέδια συνεργατικής έρευνας, οι δραματοποιήσεις, τα παιχνίδια ρόλων και οι ομάδες εργασίας.

Όπως είναι φανερό από την παραπάνω ανάλυση των αρχών στις οποίες στηρίχτηκε η συγγραφή του Μ.Β. 1, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση όχι μόνο στη μάθηση, όπως αυτή ορίζεται από τα αποτελέσματα της διδασκαλίας και την αξιολόγηση των μαθητών, αλλά επίσης και κυρίως στην παιδαγωγική διάσταση της εκμάθησης της ξένης γλώσσας. Η προσέγγισή μας, επομένως, στη διδασκαλία και την εκμάθηση της γλώσσας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στη συγγραφή του βιβλίου, είναι καθαρά παιδοκεντρική, εστιάζει δηλαδή στο ενδιαφέρον και τον σεβασμό για τις ιδιαίτερες ανάγκες των παιδιών, τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο, έτσι ώστε να ενισχύει τη συμμετοχή και την αυτενέργεια των μαθητών (βιωματικότητα) κατά τον Pestalozzi (στον Brühlmeier, 2010). Επιπλέον, αισθητή είναι σε όλο το βιβλίο η έμφαση που δίνεται στη διαδικασία της μάθησης παρά στα αποτελέσματά της, στην πορεία δηλαδή που διανύει ο μαθητής στην προσπάθειά του να κατακτήσει τη γνώση και όχι στην αξιολόγηση της μάθησής του με κοινά για όλους κριτήρια. Η προσέγγιση αυτή υπήρξε συνειδητή επιλογή, δεδομένης της ηλικίας και του γνωστικού επιπέδου των μαθητών της Γ΄ Δημοτικού, και αποτέλεσε το βασικό γνώμονα που κατηύθυνε τις διδακτικές μας επιλογές και αποφάσεις.

Το γνωστικό επίπεδο των μαθητών αυτής της ηλικίας ήταν επίσης ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε τον επαγωγικό τρόπο διδασκαλίας και την υποστήριξη της μάθησης μέσω ανακάλυψης. Συγκεκριμένα, η αποφυγή ρητής διδασκαλίας της γραμματικής και η εστίαση στο νόημα παρά στη γραμματικο-συντακτική δομή της γλώσσας οδηγούν τον μαθητή να ανακαλύψει τα μοτίβα της γλώσσας μέσα από τη χρήση τους στις ιστορίες, στις δραστηριότητες, στα παιχνίδια και όχι μέσα από την παρουσίαση κανόνων η μηχανικών ασκήσεων και επαναλήψεων. Η παρουσίαση γραμματικών κανόνων και η χρήση μεταγλώσσας είναι εντελώς ασύμβατη με το νεαρό της ηλικίας των μαθητών και με το γνωστικό τους επίπεδο.

Παράλληλα, δραστηριότητες όπως «ανακαλύψτε το μυστικό κώδικα» ή «ενώστε τις τελίτσες για να βρείτε τι κρατούσε ο Πινόκιο στα χέρια του» αποτελούν δραστηριότητες που βασίζονται σε τεχνικές οι οποίες στηρίζουν τη μάθηση μέσω ανακάλυψης και σταδιακά οδηγούν τον μαθητή στην καλλιέργεια και ανάπτυξη της αυτονομίας και αυτενέργειας.

5.Η μεθοδολογία της γλωσσικής διδασκαλίας

Στη συγγραφή του Μ.Β. 1 υιοθετήσαμε την Επιλεκτική Προσέγγιση (Eclectic Approach) στη γλωσσική διδασκαλία. Αυτό σημαίνει στην ουσία ότι η μεθοδολογία διδασκαλίας που υιοθετεί και προωθεί το βιβλίο «δανείζεται» και αξιοποιεί στοιχεία από διάφορες μεθόδους και προσεγγίσεις διδασκαλίας. Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία, αλλά βασίζεται στην ανάγκη χρήσης τεχνικών και μεθόδων που έχουν ως κοινό στόχο τη γλωσσική ανάπτυξη των νεαρών μαθητών χωρίς να παραβλέπουν το γνωστικό τους επίπεδο, την αύξηση και διατήρηση των κινήτρων τους και την ανάπτυξη των κοινωνικών τους γραμματισμών.

Οι κυριότερες μέθοδοι από τις οποίες αντλήσαμε στοιχεία είναι: (α) η Λεξική Προσέγγιση (Lexical Approach), (β) η Ολική Σωματική Αντίδραση (Total Physical Response), (γ) η Δραστηριοκεντρική Μέθοδος (Task-based Learning), (δ) η Εκμάθηση με βάση το Περιεχόμενο (Content based Education) και, τέλος, (ε) η Θεωρία της Πολλαπλής Νοημοσύνης (Multiple Intelligences Theory).

5.1 Λεξική Προσέγγιση

Η Λεξική Προσέγγιση (Λ.Π.) βασίζεται στις θεωρητικές αρχές της Επικοινωνιακής Προσέγγισης αλλά προσδίδει αυξημένη σημασία στο λεξιλόγιο, όπως αυτό χρησιμοποιείται σε αυθεντικά ή ημι-αυθεντικά κείμενα και στην αξιοποίησή του για παιδαγωγικούς σκοπούς. Στο πλαίσιο της Λ.Π., δεν γίνεται διάκριση μεταξύ γραμματικής και λεξιλογίου και θεωρείται ότι η γλώσσα αποτελείται από συστάδες λέξεων (lexical chunks). Στην πραγματικότητα η Λ.Π. θεωρεί ότι η γραμματική ως δομή υποτάσσεται στο λεξιλόγιο. Οι γραμματικο-συντακτικές δομές είναι χρήσιμες αλλά τα λεξικά και μεταφορικά μοτίβα έχουν ιδιαίτερη αξία. Οι λεξικές συνάψεις (collocations) αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της γλώσσας και η Λ.Π. υποστηρίζει τη χρήση τους ως άξονα οργάνωσης της διδακτέας ύλης. Βασικός στόχος της Λ.Π. είναι να βοηθήσει τους μαθητές να αναπτύξουν την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν και να χρησιμοποιούν τις λεξικές συστάδες στη γλώσσα, προκειμένου να αποκτήσουν ευχέρεια και άνεση στη χρήση της γλώσσας χωρίς να ανησυχούν για τη δομή (Lewis, 2002). Η χρήση αυτών των λεξικών συστάδων είναι διάχυτη στο Μ.Β. 1 και η επιλογή τους έγινε με βάση (α) τη σχετική συχνότητα εμφάνισής τους στη γλώσσα και (β) την πλοκή της εκάστοτε ιστορίας. Έτσι, φράσεις όπως lets see, youre back home, sure we can, και λεξικές συνάψεις όπως brush your teeth, sweep the floor, recycle paper, plant a tree, κ.τ.λ. παρουσιάζονται πάντα στο συγκείμενο της εκάστοτε ιστορίας, εξυπηρετούν την πλοκή και την εξέλιξη της ιστορίας και τελικά διευκολύνουν την κατανόησή της. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αρκετές γραμματικές δομές παρουσιάζονται με υπόρρητο τρόπο μέσα από τις φράσεις αυτές, π.χ. this is our classroom. Ο μαθησιακός στόχος σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι η ρητή διδασκαλία της γραμματικής δομής (π.χ. τα κτητικά επίθετα), αλλά η κατανόηση της δομής και η ικανότητα των μαθητών να τη χρησιμοποιήσουν αβίαστα στο λόγο τους. Οι λεξικές συστάδες δεν αναλύονται και φυσικά δεν μεταφράζονται στη μητρική γλώσσα των μαθητών. Μαθαίνονται ολιστικά, σαν μία λεξική μονάδα, διότι έτσι αποθηκεύονται και έτσι ανακαλούνται όταν οι μαθητές χρειαστεί να τις παραγάγουν. Επειδή το συγκεκριμένο διδακτικό εγχειρίδιο δεν χρησιμοποιεί μηχανικές ασκήσεις και επαναλήψεις (drilling), η παρουσίαση και εκμάθηση αυτών των λεξικών φράσεων γίνεται αποκλειστικά μέσα από τις ιστορίες και τις αντίστοιχες δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να οδηγούν στη σταδιακή εκμάθηση των φράσεων με υπόρρητο τρόπο, αφού υπάρχει συνεχής ανακύκλωση του λεξιλογίου, όχι μόνο μέσα στην ίδια την ενότητα αλλά και από τη μια ενότητα στην επόμενη.

5.2 Ολική Σωματική Αντίδραση

Η χρήση στοιχείων της Ολικής Σωματικής Αντίδρασης (Ο.Σ.Α.) θεωρείται απαραίτητη σε ένα διδακτικό εγχειρίδιο για μαθητές αυτής της ηλικίας. Στη μέθοδο αυτή οι μαθητές ακούν και υπακούν σε εντολές στην ξένη γλώσσα, όπως αυτές εκφέρονται από τον εκπαιδευτικό, και ανταποκρίνονται αποκλειστικά μέσω σωματικών κινήσεων και δράσεων, π.χ. stand up, come closer, raise your leg, κ.λπ. (Cameron, 2001). Η χρήση στοιχείων της Ο.Σ.Α έχει ως στόχο να διευκολύνει τους μαθητές στην κατανόηση του γλωσσικού εισαγόμενου χωρίς όμως να απαιτεί παραγωγή λόγου από τους ίδιους. Επειδή το Μ.Β. 1 απευθύνεται σε νεαρούς μαθητές, στοιχεία της Ο.Σ.Α. είναι εμφανή σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν ηχητικά αρχεία (κυρίως τραγούδια και παιχνίδια) στα οποία οι μαθητές «απαντούν» με κινήσεις (π.χ. στην ενότητα 5: το τραγούδι brush, brush, brush your teeth, στην εισαγωγική ενότητα: heads and shoulders, knees and toes, κ.λπ.).

5.3 Δραστηριοκεντρική Μέθοδος

Ο σκοπός της μεθόδου αυτής, όπως σχεδιάστηκε αρχικά από τον Prabhu (1987) και αναπτύχθηκε αργότερα από τη Willis (1996), είναι η γεφύρωση της απόστασης μεταξύ δραστηριοτήτων στην τάξη και χρήσης της γλώσσας για την κάλυψη αναγκών σε πραγματικές συνθήκες. Όσον αφορά στην εφαρμογή της Δραστηριοκεντρικής Μεθόδου σε τάξεις νεαρών μαθητών, αυτή προβλέπει τη συνεργασία και εμπλοκή τους σε δραστηριότητες που έχουν κάποιο ρεαλιστικό αποτέλεσμα, π.χ. επίλυση προβλήματος, συμπλήρωση παζλ, συμμετοχή σε κάποιο ομαδικό παιχνίδι, ανταλλαγή εμπειριών, κ.λπ. (Willis, 1996). Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των δραστηριοτήτων είναι ότι απαιτούν την εστίαση των μαθητών στο νόημα και το περιεχόμενο παρά στη μορφή ή/και στη δομή της γλώσσας. Τα χαρακτηριστικά αυτά διαφοροποιούν τις δραστηριότητες που προτείνει η Δραστηριοκεντρική Μέθοδος από οποιαδήποτε άλλη γλωσσική δραστηριότητα που πραγματοποιείται στην τάξη.

Στο Μ.Β. 1 έγινε προσπάθεια να υιοθετηθεί η συγκεκριμένη μέθοδος με την επιλογή δραστηριοτήτων οι οποίες έχουν αρχή και τέλος, συνοχή, ξεκάθαρο νόημα και σκοπό, δίνουν έμφαση στην επιτυχή ολοκλήρωση της δραστηριότητας και όχι στην ακριβή χρήση της γλώσσας και εμπλέκουν ενεργά τους μαθητές στην ολοκλήρωσή τους (π.χ. συμπλήρωση σταυρόλεξου και αποκωδικοποίηση φράσεων στην ενότητα 3, έρευνα για τις διατροφικές τους συνήθειες και γι’ αυτές των φίλων τους στην ενότητα 5, συμπλήρωση ερωτηματολογίου για την περιβαλλοντική τους συνείδηση στην ενότητα 7, επιτραπέζιο παιχνίδι και sudoku στην ενότητα 7, παζλ στην ενότητα 8, κ.λπ.). Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ακόμα και κάποια από τα τραγούδια του βιβλίου μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των δραστηριοτήτων, αφού εμπλέκουν τους μαθητές σε δραστηριότητες οι οποίες μπορούν να σχεδιαστούν, να ολοκληρωθούν και στη συνέχεια να αξιολογηθούν από τους εκπαιδευτικούς (π.χ. το τραγούδι «save the planet» στην ενότητα 7).

5.4 Εκμάθηση με βάση το Περιεχόμενο

 Η μέθοδος αυτή υποστηρίζει την οργάνωση της διδασκαλίας με βάση κάποιες θεματικές παρά με βάση κάποια γλωσσική διδακτέα ύλη. Η μέθοδος εστιάζει στην επικοινωνιακή δεξιότητα των μαθητών και στη χρήση της γλώσσας για παρουσίαση και ανταλλαγή πληροφοριών. Έτσι, η εκμάθηση της γλώσσας έρχεται ως αποτέλεσμα της διδασκαλίας αυθεντικού περιεχομένου και όχι ως αποτέλεσμα γλωσσικής διδασκαλίας (Richards and Rodgers, 2001). Στο Μ.Β. 1, υιοθετήθηκε μια συγκεκριμένη εκδοχή αυτής της μεθόδου και συγκεκριμένα η διαθεματική προσέγγιση. Στόχος μας ήταν να συνδεθεί το περιεχόμενο του διδακτικού εγχειριδίου της αγγλικής γλώσσας με αυτό των διδακτικών εγχειριδίων άλλων μαθημάτων της Γ΄ Δημοτικού (θέματα, ιστορίες, ήρωες).

5.5 Θεωρία Πολλαπλής Νοημοσύνης

Τέλος, η θεωρία της Πολλαπλής Νοημοσύνης (Π.Ν.) καταρρίπτει παλιότερες και παραδοσιακές αντιλήψεις σχετικά με την εγγενή και ενιαία υπόσταση της νοημοσύνης και υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη νοημοσύνη είναι πολυδιάστατη (Gardner, 1993). Εκτός από τη γλωσσική και λογικο-μαθηματική διάσταση της νοημοσύνης, σύμφωνα με τον Gardner, υπάρχει η οπτικο-χωρική, η μουσική-ακουστική, η σωματική-κιναισθητική, η διαπροσωπική, η ενδοπροσωπική και η φυσιοκρατική (την ονομάζουν και φυσιογνωστική) νοημοσύνη. Κάθε άτομο διαθέτει όλες αυτές τις νοημοσύνες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την κάθε μία, με αποτέλεσμα να προσλαμβάνει και να επεξεργάζεται τις διάφορες πληροφορίες με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να γνωρίζει τις ιδιαίτερες δυνατότητες και προτιμήσεις των μαθητών του και να τους δίνει την ευκαιρία, με τις δραστηριότητες που σχεδιάζει, να αξιοποιούν στο μέγιστο τον κυρίαρχο τύπο νοημοσύνης που διαθέτουν.

Οι δραστηριότητες του Μ.Β. 1 έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να απευθύνονται σε κάθε τύπο νοημοσύνης. Η καλλιέργεια της λογικο-μαθηματικής νοημοσύνης επιτυγχάνεται με δραστηριότητες όπως το Sudoku (ενότητα 7) και την αποκωδικοποίηση κρυπτόλεξων (ενότητα 3). Επιπλέον, σε όλες τις ενότητες έχουν περιληφθεί τραγούδια (πολλά από τα οποία εμπεριέχουν κίνηση) προκειμένου να καλυφθούν η μουσική-ακουστική και η σωματική-κιναισθητική νοημοσύνη. Επίσης, σε αρκετές ενότητες προτείνονται σχέδια συνεργατικής έρευνας στα οποία οι μαθητές καλούνται να ζωγραφίσουν (οπτική-χωρική νοημοσύνη), ενώ στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι δραστηριότητες είναι είτε εταιρικές είτε συνεργατικές προκειμένου να καλλιεργήσουμε τη διαπροσωπική νοημοσύνη. Η αυτο-αξιολόγηση στο τέλος κάθε ενότητας στοχεύει στην καλλιέργεια της ενδοπροσωπικής νοημοσύνης, αφού αναπτύσσει και ενισχύει τις αναστοχαστικές δεξιότητες των μαθητών. Τέλος, η φυσιοκρατική νοημοσύνη αξιοποιείται και αναπτύσσεται με δραστηριότητες αναγνώρισης και κατηγοριοποίησης (πχ. θεματική ομαδοποίηση στο προ-κεφάλαιο, κατηγοριοποίηση λέξεων σε ομάδες κ.τ.λ.).

6. Διδακτικό πλαίσιο: Μάθηση μέσω ιστοριών

Το διδακτικό πλαίσιο το οποίο επιλέχθηκε για τη συγγραφή του Μ.Β. 1 βασίζεται σε αυτόνομες ιστορίες. Η αφήγηση και διήγηση ιστοριών είναι βασικές τεχνικές κατάλληλες γι’ αυτή την ηλικία καθώς τα παιδιά τις γνωρίζουν στη μητρική τους γλώσσα και είναι εξοικειωμένα με το αφηγηματικό πλαίσιο των ιστοριών. Οι ιστορίες εμπλουτίζουν τη μαθησιακή διαδικασία, εξασκούν τη φαντασία και αποτελούν μια κοινωνική εμπειρία που μοιράζονται όλοι. Η διαρκής επανάληψη λέξεων και φράσεων δημιουργούν μοτίβα που διευκολύνουν τη μάθηση ενώ παράλληλα αναπτύσσονται δεξιότητες συγκέντρωσης και κατανόησης προφορικού λόγου (Ellis & Brewster, 1991).

Είναι γεγονός ότι τα παιδιά αδυνατούν να συγκεντρωθούν πάνω στο ίδιο θέμα για πολλή ώρα και γι’ αυτό συνήθως προτείνονται δραστηριότητες που διαρκούν 5-10 λεπτά (Halliwell, 1992: 27). Η χρήση ιστοριών καταφέρνει να διατηρήσει την προσοχή τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δημιουργεί ανυπομονησία και εγείρει την περιέργειά τους, ιδιαίτερα όταν υπάρχει ενδιαφέρουσα πλοκή, εκπλήξεις, μυστήρια και χιούμορ.

Τέλος, οι ιστορίες μπορούν να λειτουργήσουν ως γέφυρες πολιτισμού (Ghosn, 2002). Μέσα από αυτές τα παιδιά έρχονται σε επαφή με άλλους πολιτισμούς και μαθαίνουν να εκτιμούν και να σέβονται το διαφορετικό. Διαπολιτισμικά στοιχεία προωθούνται συγκεκριμένα στην ενότητα των Special Days (π.χ. Halloween, Ημέρα Περιβάλλοντος, Πάσχα, κ.λπ.), όπως επίσης και στα τραγούδια και τις ρίμες.

Η χρήση ιστοριών προσφέρει την ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς να είναι πιο ευέλικτοι και να υιοθετούν ποικιλία μεθόδων και διδακτικού υλικού (Hadaway et al., 2002). Συγκεκριμένα, μπορούν εύκολα να τις συνδυάσουν και να τις εμπλουτίσουν με χειροτεχνίες και κατασκευές, παιχνίδια και τραγούδια. Με τον τρόπο αυτό, προωθείται η πολυαισθητηριακή προσέγγιση (χρήση όλων των αισθήσεων) ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούνται διάφορα στυλ μάθησης.

Υπάρχουν 4 κύριοι χαρακτήρες οι οποίοι παρουσιάζονται σε όλες τις ενότητες και των οποίων ο ρόλος είναι να εισάγουν την ιστορία σε κάθε ενότητα: ο Alex, η Lena, η Tammy και ο Yuri. Η επιλογή των χαρακτήρων και των ονομάτων τους στοχεύουν στην κατάρριψη οποιωνδήποτε στερεοτύπων, εθνικών, κοινωνικών ή φύλου. Σε κάθε καινούρια ενότητα οι μικροί ήρωες ανοίγουν ένα βιβλίο μέσα από το οποίο ξεπετάγεται μια ιστορία που τους μεταφέρει σε ένα φανταστικό και μαγικό κόσμο!

Κάθε ιστορία έχει διαφορετική πλοκή ώστε να υπάρχει ποικιλία και πολυμέρεια και κάθε ιστορία περιέχει κάποιο στοιχείο έκπληξης. Οι ιστορίες βασίζονται συνήθως σε γνωστά παραμύθια και χαρακτήρες (π.χ. Πινόκιο, η Πεντάμορφη και το Τέρας, Πήτερ Παν κ.τ.λ.), ώστε τα παιδιά να γνωρίζουν περίπου την πλοκή της ιστορίας. Έτσι, δίνεται έμφαση στην ολιστική προσέγγιση και στη μάθηση μέσω ανακάλυψης, αφού κάποιο κομμάτι ιστορίας τα παιδιά γνωρίζουν και κάποια νέα κομμάτια καλούνται να τα ανακαλύψουν. Οι περισσότερες ιστορίες (π.χ. οι μύθοι του Αισώπου) έχουν ηθοπλαστικό χαρακτήρα και παρουσιάζουν κάποιο δίδαγμα στο τέλος με στόχο να εξυπηρετήσουν όχι μόνο γλωσσικούς αλλά και παιδαγωγικούς στόχους.

Η συγγραφή του μαγικού βιβλίου ήταν μια εξαιρετική εμπειρία για όλη την ομάδα. Γράφοντας το μαγικό βιβλίο η αγάπη για το παιδί ήταν η έμπνευσή μας, η αφετηρία και η πυξίδα σε ένα μοναδικό ταξίδι. Ευχόμαστε να το αγκαλιάσουν και να το αγαπήσουν τα παιδιά, οι εκπαιδευτικοί μας, αλλά και οι γονείς.

The best teachers teach children not subjects.

                                                                                J. Pestalozzi

Βιβλιογραφία

Η Συνάρτηση της Μάθησης. Εισαγωγή στη Γενική Διδακτική. Αθήνα: Εκδόσεις Μπόνια.

Brühlmeier, A. (2010) Head, Heart and Hand. Education in the Spirit of Pestalozzi. Cambridge: Sophia Books.

Cameron, L. (2001) Teaching Languages to Young Learners. Cambridge: Cambridge University Press.

Ellis, G. & Brewster, J. (1991) The Storytelling Handbook for Primary Teachers. London: Penguin.

Gardner, H. (1993) Multiple Intelligences: The Theory and Practice. New York: Basic Books.

Ghosn, I. K. (2002) Four good reasons to use literature in the primary school ELT. English Language Teaching Journal 56: 172-79.

Hadaway, N. L., Vardell, S. M. & Young, T. A. (2002) Literature-based Instruction with English Language Learners K-12. Boston, MA: Allyn & Bacon Longman.

Halliwell, S. (1992) Teaching English in the Primary Classroom. London: Longman.

Lewis, M. (2002) The Lexical Approach. UK: Heinle.

Nημά, Ε. & Καψάλης, Α. (2002) Σύγχρονη Διδακτική. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Phillips, S. (1993) Young Learners. Oxford: Oxford University Press.

Prabhu, N. S. (1987) Second Language Pedagogy. Oxford: Oxford University Press.

Richards, J. & Rodgers, T. S. (2001) Approaches and Methods in Language Teaching. Cambridge: Cambridge University Press.

Willis, J. (1996) A flexible framework for task-based learning. In J. Willis and D. Willis (eds) Challenge and Change in Language Teaching, 52-62. Oxford: Heinemann.


[1] Για την επανέκδοση του Magic Book 1 το σχολικό έτος 2012-2013 έχουν ληφθεί υπόψη οι  παρατηρήσεις και τα σχόλια των εκπαιδευτικών.