Η συμμετοχή στη συνεδρίαση της Παρασκευής 04/11 είναι κατόπιν πρόσκλησης. Οι υπόλοιπες συνεδρίες (Σάββατο 5/11 και Κυριακή 6/11) θα πραγματοποιηθούν στην ελληνική γλώσσα και είναι ανοιχτές στο κοινό με δωρεάν εγγραφή. Βεβαίωση παρακολούθησης θα χορηγηθεί στο τέλος του Συνεδρίου.
* Συμμετοχή κατόπιν πρόσκλησης
Καθηγητής Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος, Πρύτανης ΕΚΠΑ
Καθηγήτρια Ευαγγελία Σακελλίου-Σουλτς, Πρόεδρος Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ
Καθηγητής Γεράσιμος Κουζέλης, Πρόεδρος ΙΕΠ
The distinguished scholarship of Bessie Dendrinos builds on analysis of the politics of education that often constrains social and linguistic justice. English as a hegemonic language in many societies, and in education, nationally and internationally, serves to open doors of capitalist opportunity and privilege for some but closes them for many. Whether a language policy is linguicist (or linguo-racist, to use Bessie’s term) or not is an empirical question. European integration activities since 1945 – ending wars, creating a common market, the euro, etc. – all depend on language policies, supported by translation and interpretation. Prior to 1973, when the UK, Ireland, and Denmark joined the EU, no use was made of English, and French was primus inter pares. In 2016 English is indisputably the dominant language in the internal affairs of EU institutions and of many of its funded ‘actions’. The privileging of English (in finance, research, the Bologna process, etc.) is precisely what Winston Churchill sought to achieve, the entrenchment of Anglo-American power by linguicist and other means, economic, political, and military. The role of language in relation to the many crises of the EU, among them Brexit and the disastrous financial austerity policies imposed on Greece, needs analysis. This is a major challenge for scholars in language policy and language in education policy. For analysis of some of the complexity of the issue, see my article ‘Myths and realities of “global” English’ in the journal Language Policy, on-line from June 2016.
Πρόεδρος: Φρειδερίκη Μπατσαλιά, Καθηγήτρια, Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Mία σταθερή πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί και σήμερα η στήριξη και η προώθηση της πολυμορφίας στις γλώσσες, στους πολιτισμούς, στα ήθη και στα έθιμα. Η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική για τις ξένες γλώσσες φαίνεται να ακολουθεί τις ευρωπαϊκές οδηγίες για την εκμάθηση ξένων γλωσσών αλλά στην ελληνική κοινωνία επικρατεί η αντίληψη ότι στο σχολείο, όπου κυριαρχεί η διδασκαλία της αγγλικής, δεν αποκτούν οι μαθητές/-τριες επαρκείς δεξιότητες. Από την άλλη, εδώ και δεκαετίες τίθεται το ερώτημα για τη διδασκαλία των γλωσσών καταγωγής των μεταναστών οι οποίες δεν διδάσκονται στο δημόσιο σχολείο ενώ τυπικά η πολιτεία δίνει αυτή τη δυνατότητα. Η αναγγελία της φοίτησης των παιδιών προσφύγων στο ελληνικό δημόσιο σχολείο –με όποιον τρόπο προτείνεται– επιτείνει τα ερωτήματα για τη διάσταση μεταξύ δημόσιου λόγου και εκπαιδευτικής πρακτικής στην κατεύθυνση της στήριξης της πολυγλωσσίας στην ελληνική εκπαίδευση.
Στην εισήγηση γίνεται προσπάθεια να σκιαγραφηθεί η πολιτική και να επανατεθούν τα ερωτήματα για την εκπαιδευτική πρακτική για τις γλώσσες στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα.
Η εισήγηση αναφέρεται στις συνέπειες που έχει η χρήση της αγγλικής γλώσσας ως διεθνούς lingua franca (English as a lingua franca/ELF) στην αρχική (initial) και ενδοϋπηρεσιακή (in-service) επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της αγγλικής ως ξένης γλώσσας. Η βασική θέση της εισήγησης είναι ότι η ELF αποτελεί ένα ερευνητικό πεδίο που αναδεικνύει μια σειρά από ενδιαφέροντα ζητήματα τόσο για την εφαρμοσμένη γλωσσολογία όσο και για τη διδακτική της αγγλικής, σε επίπεδο γλωσσικό (οι μη φυσικοί ομιλητές που τη χρησιμοποιούν το κάνουν με τρόπο ιδιαίτερα δημιουργικό, από επικοινωνιακή άποψη, αλλά συχνά αποκλίνοντα από αυτούς των φυσικών ομιλητών), τυπολογίας (ο πολύ μεγάλος αριθμός των επαρκών μη φυσικών χρηστών της ELF τούς καθιστά εν δυνάμει “συνιδιοκτήτες” της αγγλικής, από κοινού με τους φυσικούς ομιλητές, κάτι που δημιουργεί ερωτήματα ως προς το βάσιμο του όρου «φυσικός ομιλητής»), παιδαγωγικό (στον βαθμό που η εκμάθηση της αγγλικής στο πλαίσιο της τυπικής εκπαίδευσης απαιτείται να ανταποκρίνεται στις επικοινωνιακές ανάγκες των μαθητών τότε η ενσωμάτωση της ELF στο πρόγραμμα σπουδών είναι επιβεβλημένη). Η εισήγηση παρουσιάζει εν συντομία τα ζητήματα που θέτει το ερευνητικό πεδίο της ELF και επικεντρώνεται στο ερώτημα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών αγγλικής, επισημαίνοντας τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που προσφέρει η ενημέρωση των εκπαιδευτικών στα ζητήματα που θέτει η ELF για τη στοχαστικοκεντρική διδασκαλία (critical-reflective pedagogy), τον ρόλο των μη-φυσικών ομιλητών-εκπαιδευτικών αγγλικής (non-native English speaking teachers/NNESTs) μέσα στην ξενόγλωσση τάξη, τη διδακτική της αγγλικής εν γένει αλλά και την αξιολόγηση των μαθητών.
Η εισαγωγή της διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας στο ελληνικό δημόσιο δημοτικό σχολείο δημιούργησε την ανάγκη για σχεδιασμό καινοτόμου διδακτικού υλικού το οποίο θα επέτρεπε (α) την εξοικείωση των νεαρών μαθητών με τον καινούριο γλωσσικό κώδικα με έμφαση στις προφορικοακουστικές δεξιότητες και (β) την προώθηση της κοινωνικής διάστασης της γλώσσας και την ανάπτυξη των επικοινωνιακών ικανοτήτων των μαθητών, απαραίτητες για την κατανόηση και παραγωγή, πρωταρχικά προφορικού, και στη συνέχεια γραπτού κοινωνικού λόγου. Ο σχεδιασμός, λοιπόν, του καινούριου εκπαιδευτικού υλικού βασίστηκε στην κοινωνική θεώρηση της γλώσσας σύμφωνα με την οποία η γλώσσα αποτελεί κοινωνικό και επικοινωνιακό προϊόν. Στόχος του εκπαιδευτικού υλικού που σχεδιάστηκε για τους νεαρούς μαθητές Α΄, Β΄και Γ΄ δημοτικού είναι να κατανοήσουν βασικές επικοινωνιακές λειτουργίες της ξένης γλώσσας και σταδιακά να μπορέσουν να αναπτύξουν τις απαραίτητες δεξιότητες για την επίτευξη απλών επικοινωνιακών στόχων. Η γλωσσική αγωγή, η οποία προωθείται μέσα από το καινοτόμο αυτό διδακτικό υλικό, επιδιώκει την κοινωνική ενδυνάμωση των νεαρών μαθητών/τριών με την ενσωμάτωση πολυτροπικών κειμένων και δραστηριοτήτων και με τη δημιουργία συνδετικών κρίκων μεταξύ της ξένης γλώσσας και άλλων γνωστικών αντικειμένων του σχολικού προγράμματος. Με τον τρόπο αυτό μετατίθεται η εστίαση από τη γλώσσα ως αντικείμενο γνώσης στη γλώσσα ως μέσο για την κατάκτηση της γνώσης (Δενδρινού 2001). Στόχος λοιπόν της παρούσας εργασίας αποτελεί η παρουσίαση των εκπαιδευτικών επιλογών που έγιναν κατά τον σχεδιασμό και τη συγγραφή του εκπαιδευτικού υλικού για τους νεαρούς μαθητές της αγγλικής γλώσσας προκειμένου να προωθηθεί ο κοινωνικός γραμματισμός των μαθητών και η κοινωνική τους ενδυνάμωση στο πλαίσιο του ελληνικού δημόσιου σχολείου.
Πρόεδρος: Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση η προσπάθεια να αρθρωθεί ένας νέος λόγος για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση στο σύγχρονο πλαίσιο της, συχνά συγκρουσιακής επαφής διαφορετικών γλωσσών, πολιτισμών και θρησκειών που καλούνται να συνυπάρξουν στο σύγχρονο ελληνικό κοινωνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο, τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη σύγχρονη ιστορία μας. Στην παρούσα ανακοίνωση γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης του θέματος της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και επικοινωνίας από το πρίσμα της επαφής και σύγκρουσης διαφορετικών πολιτισμών. Τα νέα δεδομένα δημιουργούν νέες προκλήσεις και νέους προβληματισμούς. Επίσης, απαιτείται η δημιουργία νέας γνώσης που θα μπορέσει να οδηγήσει σε νέα ευέλικτα εκπαιδευτικά εργαλεία.
Από τη μία η παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων στις χώρες του δυτικού κόσμου, από την άλλη η αναποτελεσματικότητα πολλών από τις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις για την κοινωνική ένταξή τους, έχουν καταστήσει κρίσιμη την εύρεση νέων μοντέλων έρευνας και εκπαίδευσης. Επιπρόσθετα, οι πολιτικές, νομικές, οικονομικές και διαχειριστικές διαστάσεις του ζητήματος της γλωσσικής εκπαίδευσης καθιστούν το ζήτημα ιδιαίτερα σύνθετο και πολύπλοκο.
Η ανάλυση των αναγκών, προσδοκιών και επιθυμιών των μεταναστών και προσφύγων, αλλά και των κοινωνιών υποδοχής είναι απαραίτητα βήματα για οποιαδήποτε γλωσσική διδασκαλία. Η ενθάρρυνση και ενίσχυση της πολυγλωσσίας αποτελεί επίσης αναμενόμενο πρόταγμα, προερχόμενο από την κατανόηση των κοινωνικών περιβαλλόντων. Ασφαλώς, σε κάθε εκπαιδευτικό περιβάλλον είναι θεμιτά ερωτήματα, όπως πόσο μακροπρόθεσμη μπορεί να είναι η μαθησιακή στόχευση για πληθυσμούς σε συχνή μετακίνηση, ποια θα είναι η γλώσσα της διδασκαλίας ή ποια θα είναι η θέση των γλωσσών καταγωγής των μεταναστών και προσφύγων. Ωστόσο η έρευνα και οι πρακτικές για την πολυγλωσσική εκπαίδευση παρέχουν ήδη ικανοποιητικές απαντήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση των αναγκών του κοινού-στόχου πρέπει να οδηγεί στον καθορισμό των μαθησιακών στόχων προς επίτευξη και στην ανάπτυξη κατάλληλου διδακτικού υλικού. Τα επόμενα στάδια είναι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων με στόχο την κινητοποίηση και την υποστήριξη του κοινού-στόχου για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων και, τέλος, η αξιολόγηση και περαιτέρω αξιοποίηση των μαθησιακών διαδικασιών και των αποτελεσμάτων των παρεμβάσεων.
Στην ανακοίνωση θα παρουσιαστούν δεδομένα και συμπεράσματα από δύο πρόσφατα έργα για τη γλωσσική εκπαίδευση μεταναστών (ΜΑΘΕΜΕ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 2015) και προσφύγων (PRESS, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο 2016) στην Ελλάδα. Η πολυπλοκότητα των παρεμβάσεων και των αντιδράσεων συγκροτούν ένα πλέγμα στο οποίο οι πολιτικές αποφάσεις γίνονται σύνθετες, αλλά όχι αδύνατες.
Τα δίγλωσσα σχολεία στη Θράκη είναι κατοχυρωμένα με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Ωστόσο τα παιδιά αποτυγχάνουν σε πολύ υψηλά ποσοστά τόσο στα τουρκικά όσο και στα ελληνικά. Παράλληλα η μητρική γλώσσα των μαθητών δεν αφορά διόλου το δημόσιο σχολείο. Το παράδειγμα διγλωσσίας στην εκπαίδευση της μειονότητας αναδεικνύει θέματα όπως η σχέση γλώσσας και εξουσίας μεταξύ κυρίαρχων και υποτελών ομάδων, η συνάρθρωση μητρικής γλώσσας και ταυτότητας των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία και το είδος της παιδαγωγικής που απαιτείται ώστε να διασφαλίζεται η σχολική επιτυχία. Το «Πρόγραμμα για την Εκπαίδευση των Παιδιών της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Θράκη» ήρθε αντιμέτωπο με τα παραπάνω διακυβεύματα και επιδίωξε, στο μέτρο που του αναλογούσε, να δώσει απαντήσεις και να αποπειραθεί αλλαγές. Σχεδίασε και εφάρμοσε πλήθος παρεμβάσεων εντός και εκτός σχολείου οι οποίες εισηγούνται, στο επίπεδο της Α/βάθμιας και Β/βάθμιας εκπαίδευσης, πολυτροπικό εκπαιδευτικό υλικό και καινοτόμες παιδαγωγικές πρακτικές για παιδιά των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η ελληνική. Μέσα στα 19 χρόνια της εφαρμογής του βοήθησε ώστε η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας να καταστεί φιλική, ενέπλεξε τα μέλη της μειονότητας σε δράσεις που τους αφορούν άμεσα, καλλιέργησε διαλεκτικές πρακτικές μεταξύ μειονότητας και πλειονότητας, και τέλος προώθησε τη γεφύρωση των διαφορετικών ταυτοτήτων συμβάλλοντας ουσιαστικά στη μείωση της σχολικής διαρροής.
Στην ανακοίνωση αυτή κινούμαστε αρχικά στο πλαίσιο της κριτικής ανάλυσης του λόγου και διερευνούμε την οικοδόμηση γλωσσικών ταυτοτήτων από μετανάστες μαθητές αλβανικής καταγωγής στην Ελλάδα. Βασιζόμενοι στα πορίσματα της ανάλυσής μας και με αφορμή το ζήτημα της διδασκαλίας της ελληνικής σε μεταναστευτικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα, καταθέτουμε στη συνέχεια ένα γενικό πλαίσιο προτάσεων γλωσσικής πολιτικής.
Συζητούμε δύο ‘ανταγωνιστικούς’ μεταξύ τους λόγους, τον εθνικό ομογενοποιητικό και τον μετα-εθνικό αποδομητικό, και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν στην διαμόρφωση των υπό μελέτη ταυτοτήτων (Blommaert and Rampton 2011). Για τη συστηματική διερεύνηση των γλωσσικών ταυτοτήτων, ως απότοκα των τοποθετήσεων των μαθητών/τριών στους λόγους αυτούς, χρησιμοποιούμε το αναλυτικό εργαλείο του μηχανισμού κατηγοριοποίησης μελών (Sacks 1992). Το υλικό μας προέρχεται από μαθητικά γραπτά λυκείου τα οποία αναφέρονται στις μεταναστευτικές εμπειρίες των μαθητών/τριών (Archakis 2014, 2016).
Διαπιστώνουμε ότι στην κατηγορία μετανάστης/τρια των δεδομένων μας συγκατα-λέγονται τόσο αυτοί/ές που δεν ξέρουν την πλειονοτική ελληνική (βιώνοντας έντονο κοινωνικό αποκλεισμό) όσο και αυτοί που θέλουν να τη μάθουν, αυτοί που κατορθώνουν να την μάθουν και αυτοί που την αξιοποιούν συνδυαστικά με την μητρική τους γλώσσα. Ως εκ τούτου, στα δεδομένα μας η κατηγορία μετανάστης/τρια προσδιορίζεται συσχετιστικά με την κατηγορία πλειονοτικός/ή και ειδικότερα με τη γνώση ή άγνοια της πλειονοτικής ελληνικής και τις συνέπειες που έχει (η γνώση ή η άγνοιά της) στην επικοινωνία με πλειονοτικούς/ές. Τα πορίσματά μας επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του εθνικού ομογενοποιητικού λόγου και την απουσία του μετα-εθνικού αποδομητικού λόγου που πιθανότατα θα παραχωρούσε χώρο και λόγο ύπαρξης στην αλβανική.
Λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της ανάλυσής μας και εγείροντας το ζήτημα της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας σε μεταναστευτικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα, περνούμε στην κατάθεση προτάσεων γλωσσικής πολιτικής. Επιχειρούμε να συμβάλουμε, εντελώς προκαταρκτικά, στην οικοδόμηση ενός εκπαιδευτικού πλαισίου που αποσκοπεί στην άρση της άδικης επιβολής της μονογλωσσικής και μονοπολιτισμικής ομοιογένειας σε αλλόγλωσσους και πολύγλωσσους μετανάστες μαθητές (Piller 2016). Ως εκ τούτου, επιχειρούμε, υπό το πρίσμα ενός μετα-εθνικού λόγου, διαφορετικές από τις παραδοσιακές προσεγγίσεις σε κεντρικές έννοιες όπως η γλώσσα, το γλωσσοδιδακτικό πρότυπο, αλλά και η διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Πρόεδρος: Αγγελική Τζάννε, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Διευθύντρια Τομέα Γλώσσας-Γλωσσολογίας, Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΕΚΠΑ
Η γλωσσική επικοινωνία την εποχή των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) έχει μετασχηματιστεί ριζικά. Καθημερινά παράγεται τεράστιος όγκος γλωσσικών δεδομένων ο οποίος διαμοιράζεται δικτυακά σε παγκόσμια κλίμακα. Το μεγαλύτερο μέρος της συγκεκριμένης γλωσσικής παραγωγής αναπτύσσεται γραπτώς (αναρτήσεις, tweets, SMS, ενημερώσεις κατάστασης κ.ά.) και αποτελεί μοχλό σημαντικών πολιτισμικών και γλωσσικών αλλαγών που για πρώτη φορά μπορούμε να τις παρατηρήσουμε σε πραγματικό χρόνο και να κατανοήσουμε την επίδρασή τους στην ανθρώπινη πολιτισμική ανάπτυξη.
Στην παρούσα ανακοίνωση θα παρουσιάσουμε την ανάπτυξη και την υφομετρική ανάλυση του πρώτου Ηλεκτρονικού Σώματος Κειμένων (ΗΣΚ) εστιασμένου στην γλωσσική παραγωγή που παρατηρείται σε ελληνικά ΜΚΔ (Modern Greek Social Media Corpus – MGrSCM). Ειδικότερα, το εν λόγω ΗΣΚ περιλαμβάνει: α) ΗΣΚ βασισμένο στο Twitter το οποίο συλλέχθηκε με αυτόματο τρόπο το χρονικό διάστημα 2012-2013 και περιλαμβάνει 3.275.509 λέξεις από 218.900 tweets που παρήγαγαν 101 χρήστες και β) το ΗΣΚ από Blogs το οποίο συλλέχθηκε το χρονικό διάστημα 2010 – 2011 και περιλαμβάνει 5.005.453 λέξεις από 5.000 αναρτήσεις που παρήγαγαν 100 χρήστες.
Στο πλαίσιο αυτής της ανακοίνωσης θα διερευνήσουμε συγκριτικά το υφομετρικό προφίλ του MGrSCM σε σχέση με τον Εθνικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας (ΕΘΕΓ), ένα ΗΣΚ γενικής γλώσσας της Νέας Ελληνικής. Ειδικότερα θα διερευνήσουμε τις ακόλουθες ερευνητικές υποθέσεις: Ποιο είναι το υφομετρικό προφίλ των κειμένων που παράγονται στα ελληνικά ΜΚΔ και πώς αυτό μπορεί να συγκριθεί με το υφομετρικό προφίλ των κειμένων που δημοσιεύονται στα παραδοσιακά μέσα; Πώς επηρεάζει ο περιορισμός του κειμενικού μεγέθους (Twitter) την ποσοτική δομή των κειμένων σε σχέση με μέσα που δεν εφαρμόζουν περιορισμούς στο μέγεθος του κειμενικού μηνύματος; Ποια γλωσσικά χαρακτηριστικά σχετίζονται με τα κείμενα των ΜΚΔ και πώς αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην αξιόπιστη διάκριση των σχετικών κειμενικών γενών; Πώς θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τις υφομετρικές διαφορές των κειμένων που παράγονται στα ΜΚΔ για να διδάξουμε τη γλωσσική χρήση σε αυτά;
Τα ψηφιακά μέσα χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση για αρκετές δεκαετίες και έχει ήδη παραχθεί μια πολύ μεγάλης έκτασης βιβλιογραφία. Παρότι η λογική του εργαλειακού λόγου, η αντιμετώπιση δηλαδή των ψηφιακών τεχνολογιών ως των μέσων που θα μεταβάλουν το εκπαιδευτικό τοπίο, είναι η κυρίαρχη στη βιβλιογραφία αυτή, δεν λείπουν και ποικίλες κριτικές φωνές που επιχειρούν να αναδείξουν τη συνθετότητα του ζητήματος. Οι συγκεκριμένες όμως φωνές εστιάζουν, κυρίως, σε μια κριτική προσέγγιση των ισχυόντων, γεγονός που αφήνει μεγάλο κενό στην προσπάθεια για κατανόηση των νέων τεχνολογιών ως οργανικών στοιχείων της σχολικής καθημερινότητας, με δεδομένη την ευρεία αξιοποίησή τους στην εκπαίδευση. Η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί να κινηθεί προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση, την αναζήτηση ενός θεωρητικού και μεθοδολογικού επιστημονικού πλαισίου που θα μπορεί να κατανοήσει και να αναδείξει την παιδαγωγική χρήση των ψηφιακών μέσων ως στοιχείων ενός πολυσύνθετου πλέγματος, μεταξύ των οποίων: οι υπάρχουσες σχολικές δομές, ο ρόλος της τοπικότητας, η κινητικότητα των διδασκόντων (agency) σε σχέση με τις ποικίλες τοπικές και διεθνείς αναζητήσεις που επιχειρούν να υιοθετήσουν, ο ρόλος των μαθητών, οι ιδιαιτερότητες των ίδιων των μέσων κλπ. Αξιοποιούνται προς αυτή την κατεύθυνση κριτικές κοινωνιογλωσσολογικές παραδόσεις σε συνδυασμό με αναζητήσεις στην ανάλυση σχολικού λόγου. Λόγω της έκτασης του ζητήματος, η παρούσα ανακοίνωση θα επιχειρήσει να αναδείξει ενδεικτικές μόνο πτυχές του μέσω της χρήσης παραδειγμάτων από σχολικές τάξεις.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας σημαντικό και πρωτοποριακό ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό για την ξενόγλωσση εκπαίδευση από διάφορους φορείς, όπως τα δύο Πανεπιστήμια ΕΚΠΑ και ΑΠΘ, το ΙΤΥΕ Διόφαντος και το ΙΕΠ. Πρόκειται για ποικίλο ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό, το οποίο περιλαμβάνει διαδραστικά βιβλία, μαθησιακά αντικείμενα, ψηφιακά σενάρια, βάσεις δεδομένων με γλωσσικές δραστηριότητες, ψηφιακά αποθετήρια, διαδικτυακά μαθήματα και επιμορ-φωτικό υλικό. Η ομιλία αυτή θα επικεντρωθεί στη σύντομη παρουσίαση των διαφορετικών ειδών ψηφιακού εκπαιδευτικού υλικού και στους τρόπους με τους οποίους μπορεί αυτό να αξιοποιηθεί στην ξενόγλωσση τάξη από εκπαιδευτικούς και μαθητές. Στη συνέχεια, θα συζητήσουμε για τις προκλήσεις της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στις νέες τεχνολογίες.
Συντονίστρια συζήτησης: Ευδοκία Καραβά
Στο Στρογγυλό Τραπέζι Σχολικοί Σύμβουλοι Αγγλικής, Γαλλικής και Γερμανικής θα παρουσιάσουν και θα θέσουν ζητήματα που αφορούν την επιμόρφωση και εκπαίδευση ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών καθώς και ζητήματα που αφορούν τον θεσμό και τον ρόλο του Σχολικού Συμβούλου Ξένων Γλωσσών. Με αφορμή τα ζητήματα που θα τεθούν, θα ακολουθήσει συζήτηση πάνω σε καίρια θέματα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών και επιμορφωτών και θα γίνουν προτάσεις για την ποιοτική αναβάθμιση της επιμόρφωσης ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών και του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων.
Πρόεδρος: Ευδοκία Καραβά, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Όπως δηλώνει ο τίτλος, σε αυτή την ομιλία θα παρουσιαστούν οι σημαντικότερες ιδιότητες του τεστ, που είναι ήδη έτοιμο αλλά δεν μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί, κυρίως λόγω ελλείψεων σε κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή σε εξεταστικά κέντρα σ’ όλη τη χώρα. Οι ιδιότητες του τεστ στις οποίες θα δοθεί έμφαση είναι οι εξής: α) Άρθρωση του τεστ (πόσες ενότητες εξέτασης περιλαμβάνει, ποιες οι διαφορές μεταξύ τους, κτλ.) β) Τυπολογία των δοκιμασιών κάθε ενότητας (σε αντιδιαστολή με την τυπολογία της συμβατικής εκδοχής του τεστ) γ) Διαδικασία εξασφάλισης της προσαρμοστικότητας του τεστ (με ποιον τρόπο το επίπεδο δυσκολίας των δοκιμασιών που το σύστημα παρουσιάζει σε κάθε εξεταζόμενο άτομο προσαρμόζεται και συνάδει με το επίπεδο γλωσσομάθειας που το άτομο διαθέτει) και δ) Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της ηλεκτρονικής εκδοχής συγκριτικά με τη συμβατική.
Πριν δοθεί ο λόγος στο κοινό για ερωτήσεις, και εφόσον υπάρχει χρόνος, θα εξεταστεί επίσης το θεωρητικό ζήτημα του θεμιτού, αφενός, και του εφικτού, αφετέρου, να μετριέται η γλωσσομάθεια των ατόμων με διαβαθμισμένα και προσαρμοστικά τεστ.
Η εφαρμογή των ψηφιακών τεχνολογιών και η δυνατότητα αξιοποίησής τους σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων της εκπαίδευσης έχει αποτελέσει τις τελευταίες δεκαετίες πυλώνα σχεδιασμού και ανάπτυξης σημαντικών δραστηριοτήτων για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Η οικοδόμηση συνεργασιών μεταξύ επιστημονικών φορέων λειτουργεί εισάγοντας προστιθέμενη αξία γνώσης και εμπειρίας στα αποτελέσματα και στα προϊόντα που προκύπτουν μέσα από τέτοιες δραστηριότητες. Μια τέτοια συνεργασία μεταξύ του ΕΚΠΑ, του ΑΠΘ και του ΙΤΥΕ-«ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ» πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια με στόχο την υλοποίηση της ηλεκτρονικής εκδοχής του Κρατικού Πιστοποιητικού Γλωσσομάθειας. Οι δύο ομιλητές θα αναπτύξουν τις δυνατότητες και τις προοπτικές των ψηφιακών οργάνων μέτρησης, όπως υλοποιήθηκαν μέσα από την οικοδόμηση της συνεργασίας μεταξύ των φορέων, την αποτελεσματικότητα και την προοπτική αξιοποίησής τους. Στο πλαίσιο της ομιλίας θα γίνει παρουσίαση του λογισμικού εξέτασης με δείγμα υλικού πιστοποίησης.
Πρόεδρος: Δημήτρης Δρόσος, Αναπληρωτής Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Ισπανικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΕΚΠΑ
Η διαδικασία κατάκτησης της ξένης γλώσσας, στην προκειμένη περίπτωση της γαλλικής, επιτελείται και πραγματώνεται αφενός μέσω του περιεχομένου της γλώσσας –εσωτερικά γλωσσικά στοιχεία–, αφετέρου μέσω εξωτερικών στοιχείων τα οποία αφορούν και χαρα-κτηρίζουν τον σκοπό για τον οποίο παράγεται ο λόγος. Πρόκειται για τα στοιχεία εκείνα τα οποία επιβάλλουν και υπαγορεύουν τη μορφή του λόγου, τις πρακτικές/τεχνικές και τις στρατηγικές παραγωγής κατάλληλων γραπτών ή/και προφορικών κειμένων ενταγμένων σε συγκεκριμένο κειμενικό είδος (genre textuel) για συγκεκριμένη επικοινωνιακή περίσταση. Με τον όρο «κείμενο» χαρακτηρίζεται κάθε μονάδα παραγωγής προφορικού και γραπτού λόγου με λειτουργικό χαρακτήρα, η οποία μεταφέρει δομημένο γλωσσικό μήνυμα το οποίο και επιχειρεί να επηρεάσει και να μεταβάλει τη στάση του αποδέκτη/παραλήπτη. Ιστορικο-κοινωνικά, το κείμενο «αποτελεί προϊόν γλωσσικής δραστηριότητας και συνιστά οριοθετημένο κοινωνικά μήνυμα» (Bronckart 1997: 137).
Οι προτεινόμενες δοκιμασίες στο εξεταστικό σύστημα του ΚΠΓ, στο πλαίσιο της παραγωγής γραπτού λόγου, έχουν σχεδιαστεί με γνώμονα τη σχολική αλλά και την εξωσχολική χρήση. Στις δοκιμασίες αυτές περιλαμβάνονται διαστάσεις και παράμετροι οι οποίες καθορίζονται από το κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι της γλώσσας-στόχου. Κατά συνέπεια, οι δοκιμασίες αποκτούν μια νέα λειτουργικότητα η οποία συναρτάται με τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα στοχευμένα κειμενικά είδη ως «εργαλεία που επιτρέπουν στον εξεταζόμενο να τα αναπαραγάγει και να τα αναγνωρίζει» (Dolz-Mestre & Schneuwly 2009).
Η παρούσα ανακοίνωση περιορίζεται στον εντοπισμό και την αιτιολόγηση στοιχείων προφορικού λόγου στη γραπτή παραγωγή υποψηφίων του ΚΠΓ γαλλικής γλώσσας επιπέδων Β και Γ, σε συνδυασμό με τις ανά κειμενικό είδος απαιτήσεις και με τις στοχευμένες γραπτές οδηγίες.
Το μοντέλο ανάλυσης των κειμενικών ειδών αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμο τόσο για τη διδασκαλία όσο και για την αξιολόγηση των ξένων γλωσσών. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή προσέγγιση που στηρίζεται στα λεξικογραμματικά φαινόμενα, η κειμενοκεντρική προσέγγιση προσφέρει μια ολιστική προοπτική η οποία εστιάζει στο σύνολο του κειμένου, στα ειδικά χαρακτηριστικά του, στις κειμενικές συμβάσεις και στα δομικά στοιχεία που το καθιστούν αναγνωρίσιμο, καθώς και στις λεξικογραμματικές επιλογές που συσχετίζονται με διάφορες παραμέτρους του εκάστοτε κειμενικού είδους.
Ο παραπάνω προβληματισμός συνδέεται με το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας και με τις ενότητες που εξετάζουν την ικανότητα κατανόησης και παραγωγής γραπτού λόγου, με ιδιαίτερη έμφαση στα όργανα μέτρησης της ισπανικής γλώσσας.
Η επιλογή των κατάλληλων κειμένων για τον έλεγχο της κατανόησης γραπτού λόγου αποτελεί μια ιδιαίτερα απαιτητική και ιδιόμορφη διαδικασία. Οι διαθέσιμες στη σχετική βιβλιογραφία περιγραφές του γλωσσικού περιεχομένου που αντιστοιχεί σε κάθε επίπεδο γλωσσομάθειας (Spinelli & Parizzi 2010) όπως και οι ποσοτικές προδιαγραφές των συστημάτων πιστοποίησης γλωσσομάθειας δεν φαίνεται να παρέχουν επαρκή κριτήρια για μια κατάλληλη και συνεπή επιλογή (Gilmore 2007:109).
Οι διαπιστώσεις αυτές αποτέλεσαν το κίνητρο για τη διερεύνηση των ενδοκειμενικών δεικτών επιπέδου και δυσκολίας των κειμένων της ιταλικής γλώσσας και κυρίως του τρόπου με τον οποίο συνδέονται αυτές οι δύο παράμετροι μεταξύ τους. Για το σκοπό αυτό αναλύθηκαν 92 ιταλικά κείμενα που έχουν χρησιμοποιηθεί από το 2011 έως και τον Νοέμβριο του 2016 στις δοκιμασίες ελέγχου κατανόησης του γραπτού λόγου στις εξετάσεις πιστοποίησης ιταλομάθειας του ΚΠΓ. Για την ανάλυση των κειμένων χρησιμοποιήθηκαν οι δύο πιο διαδεδομένες φόρμουλες αναγνωσιμότητας για ιταλικά κείμενα, η GULPEASE, που χρησιμοποιεί ποσοτικά κριτήρια, και η READ-IT, η οποία στηρίζεται σε κριτήρια των γνωσιακών θεωριών (Dell’Orletta et al 2014). Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι ενώ τα ποσοτικά κριτήρια αδυνατούν να διακρίνουν τα κείμενα διαφορετικού επιπέδου με βάση τη δυσκολία και τα ενδοκειμενικά χαρακτηριστικά τους, τα γνωσιακά το επιτυγχάνουν. Επίσης, ενώ η ποσοτική φόρμουλα δεν εμφανίζει σημαντική απόκλιση στη δυσκολία των κειμένων του ίδιου επιπέδου, η γνωσιακή αναδεικνύει το ακριβώς αντίθετο, κυρίως λόγω της συμβολής των μεταβλητών της συνοχής και της λεξιλογικής πυκνότητας.
Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι η καταγραφή της πορείας του συστήματος πιστοποίησης της γλωσσομάθειας της τουρκικής όπως αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ΚΠΓ, καθώς και η παρουσίαση αφενός μεν των εγγενών δυσκολιών προσαρμογής του στην τυπολογία των δοκιμασιών του ΚΠΓ, αφετέρου δε των προβλημάτων που προκαλούνται από την ανομοιογένεια τόσο των υποψηφίων όσο και των εξεταστών αυτού. Συγκεκριμένα, θα παρουσιάσουμε (α) το ανομοιογενές προφίλ των υποψηφίων του ΚΠΓ Τουρκικής επισημαίνοντας την ιδιαιτερότητα των τουρκομαθών ή/και φυσικών ομιλητών υποψηφίων του ΚΠΓ Τουρκικής, (β) το ιδιαίτερο προφίλ των συνεργατών της επιστημονικής ομάδας του ΚΠΓ Τουρκικής και των εξεταστών/ αξιολογητών /βαθμολογητών και την επίτευξη εξοικείωσής τους με τις αρχές του ΚΕΠΑ και τις ειδικές προδιαγραφές του ΚΠΓ, (γ) τους τύπους των δοκιμασιών, λαμβάνοντας υπόψη την τυπολογική δομική ετερότητα της τουρκικής γλώσσας έναντι των ήδη εξεταζομένων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και τις προκύπτουσες εξ αυτής δυσκολίες εναρμόνισης με τους τύπους και τα θέματα δοκιμασιών του ΚΠΓ, και, τέλος, (δ) τη μεθοδολογία και στοχοθεσία του ΚΠΓ Τουρκικής σε σύγκριση τόσο με το εξεταστικό σύστημα του Πανεπιστημίου της Άγκυρας “πιστοποίηση του Τömer (Türkçe Öğretim Merkezi)” όσο και με το νεότερο εξεταστικό σύστημα του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης (“πιστοποίηση του İstanbul Üniversitesi Dil Merkezi”). Απώτερος στόχος μας είναι η ανάδειξη της πρωτοτυπίας του εξεταστικού συστήματος του ΚΠΓ Τουρκικής καθώς και της επιτυχούς πραγμάτωσης αυτού.
Στην παρουσίασή μας θα σκιαγραφήσουμε την ταυτότητα της ομάδας των αξιολογητών (εξεταστών και βαθμολογητών) της γερμανικής γλώσσας που επιμορφώθηκαν και παίρνουν μέρος στις προφορικές εξετάσεις του ΚΠΓ ή διορθώνουν τις δοκιμασίες παραγωγής του γραπτού λόγου. Πρόκειται για εξεταστές και βαθμολογητές που έχουν αξιολογηθεί και είναι ήδη εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αξιολογητών του ΥΠΕΘ. Τα άτομα αυτά εκπαιδεύτηκαν και είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην λογική των διαβαθμισμένων οργάνων μέτρησης. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι Πολλαπλασιαστές που βοηθούν στην επιμόρφωση των εξεταστών ανά την Ελλάδα.
Θα παρουσιάσουμε εν συντομία τη μέθοδο και το υλικό επιμόρφωσης αναδεικνύοντας τις ελλείψεις που διαπιστώθηκαν είτε κατά την επεξεργασία του υλικού είτε κατά τη διαδικασία των εξετάσεων. Θα προτείνουμε, σύμφωνα και με τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στο κοινωνικό πλαίσιο τόσο της πολυγλωσσίας όσο και της σύνδεσης του ΚΠΓ με τη δημόσια εκπαίδευση, τεχνικές και δραστηριότητες επιμόρφωσης τέτοιες ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια και η συμμετοχή παλιών και νέων αξιολογητών σε μία δια βίου επιμόρφωση και από απόσταση με τη βοήθεια των τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφορίας.
Βάσει του υλικού που έχουμε ετοιμάσει για την ηλεκτρονική πλατφόρμα επιμόρφωσης για το ΚΠΓ θα αναδείξουμε την αξία του στόχου λειτουργίας της εν λόγω πλατφόρμας, η οποία ανταποκρίνεται στα εκπαιδευτικά σενάρια που έχουν αναπτυχθεί για την επιμόρφωση των εξεταστών και των βαθμολογητών Γερμανικής και υποστηρίζει όλων των ειδών το πολυμεσικό επιμορφωτικό υλικό που εκπονείται. Ως εργαλείο τόσο για την παρουσίαση των στοιχείων μας όσο και για τις προτάσεις μας θα χρησιμοποιήσουμε το υλικό που συλλέξαμε από την επιτόπια παρατήρηση της προφορικής εξέτασης και από τα αποτελέσματα λειτουργίας του βαθμολογικού κέντρου.